Το να μετράς την αγάπη των άλλων είναι σαν να μετράς την εγωπάθειά σου. Μην μετράς…μόνο αγάπα, κι ας χάσεις στο μέτρημα. Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Επίκαιρα κείμενα

Κυριακή 7 Αυγούστου
Ὁ Ἅγιος Δομέτιος ὁ Μάρτυρας ὁ Πέρσης καὶ οἱ δυὸ μαθητές του.

Ὁ Ὁσιομάρτυρας Δομέτιος ἦταν Πέρσης καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διδάχθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ κάποιο χριστιανό, ποὺ ὀνομαζόταν Ἄβαρος. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του καὶ ὁ Δομέτιος ἀναγκάσθηκε νὰ τοὺς ἐγκαταλείψει. Κατέφυγε στὴν πόλη Νίσιβη στὰ βυζαντινὰ σύνορα, ὅπου κλείστηκε σὲ κάποια μονή. Ἀναχώρησε, ὅμως, κι ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ ἔλθει στὴ Θεοδοσιούπολη, στὴ μονὴ Σεργίου καὶ Βάκχου, ὅπου ὁ Δομέτιος καλλιέργησε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ προϊστάμενος τῆς μονῆς Οὐρβέλ, βλέποντας τὴν πνευματικὴ ἀνωτερότητα τοῦ Δομετίου, θέλησε νὰ τὸν κάνει πρεσβύτερο. Ἀλλὰ ὁ ἀγῶνας τοῦ Δομετίου δὲν ἦταν πὼς θὰ ἁρπάξει ἀξιώματα, ἀλλὰ πὼς θὰ τὰ ἀποφύγει. Διότι ἔμαθε ἀπὸ τὸν Κύριό του Ἰησοῦ Χριστό, νὰ εἶναι «ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» ποὺ σημαίνει, ταπεινὸς στὸ φρόνημα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔφυγε στὰ ὄρη καὶ ζοῦσε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ μὲ δύο μαθητές του. Ὅταν κάποτε περνοῦσε ἀπὸ ἐκει ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, διέταξε νὰ τὸν σκοτώσουν. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰουλιανοῦ βρῆκαν τὸν Δομέτιο καὶ τοὺς μαθητές του νὰ ψάλλουν μέσα στὴ σπηλιά, ὅπου τοὺς φόνευσαν μὲ λιθοβολισμό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν τῆς χάριτος λόγον εἰσποιησάμενος, πυρσολατρῶν τὰς τερθρείας ἀπεποιήσω σοφῶς, τῷ Χριστῷ ἀνατεθεῖς Πάτερ Δομέτιε· καὶ ἐν ἀθλήσει ἀκλινής, ὡς Ὁσίων μιμητής, ἐδείχθης Ὁσιομάρτυς· διὸ σὲ ὕμνοις τιμῶμεν, σὺν φοιτητῶν σου τῇ δυάδι σοφέ.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
ς μυηθεὶς, τὴν πρὸς Χριστὸν εὐσέβειαν, ταῖς ἀρεταῖς, περιφανῶς διέπρεψας, ἱερῶς πολιτευσάμενος, θεομακάριστε Δομέτιε· τὴν ἄθλησιν γὰρ Πάτερ ὡς διάδημα, ἐπέθου τοῖς ὁσίοις σου πυκτεύμασι, πρεσβεύων ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Σκότος καταλείψας τὸ περσικόν, ἔλαμψας ἐν κόσμῳ, ὥσπερ ἄστρον ἑωθινόν· πόνοις γὰρ ὁσίοις, καὶ ἄθλοις μαρτυρίου, υἱὸς φωτὸς ἐδείχθης, Πάτερ Δομέτιε.
 
Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ὁ Θαυματουργός.

Ὁ Ὅσιος Νικάνωρ ἦταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς τοῦ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Μαρία. Ἦταν πολὺ πλούσιοι ἀλλὰ καὶ πολὺ πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Ἀπόκτησαν μόνο ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ ὀνόμασαν Νικόλαο, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προσπάθησαν νὰ τὸ ἀναθρέψουν σύμφωνα μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ ἐνῷ ὁ Νικόλαος ἦταν 20 χρονῶν, πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ ἡ μητέρα του. Τότε αὐτός, διαμοίρασε ὅλη του τὴ μεγάλη κληρονομιὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικάνωρ.
Κατόπιν, μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ Ἀρχιερέα Θεσσαλονίκης, δέχτηκε νὰ γίνει καὶ Ἱερέας. Στὸ ὄρος Βέρμιον Γρεβενῶν, ποὺ τὸ ἔλεγαν «τοῦ Καλλιστράτου», ὑπῆρχε Μονὴ ποὺ ἔκτισε ὁμώνυμος μοναχός. Ἐκεῖ λοιπὸν πῆγε καὶ ὁ Νικάνωρ γιὰ νὰ μονάσει, καὶ ἀπὸ κεῖ κατέβαινε καὶ ἐμψύχωνε τὸν λαὸ τῶν γύρω πόλεων καὶ χωριῶν, νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους ἀκόμα καὶ μὲ θυσία τῆς ζωῆς τους. Κάποια νύκτα καὶ ἐνῷ ὁ Νικάνωρ προσευχόταν, ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει νὰ πάει στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους, καὶ ὅτι ἐκεῖ θὰ βρεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Πράγματι τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τὰ λεγόμενα τῆς φωνῆς ἐπαληθεύτηκαν καὶ ὁ Νικάνωρ στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ἔκτισε ἐκκλησία καὶ μοναστῆρι στὸ ὄνομα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Ἡ Ἁγία ζωὴ τοῦ Ὁσίου Νικάνορα, τερμάτισε τὴν 7η Αὐγούστου 1419 (κατ’ ἄλλους τὸ 1519). Τὸ σεβάσμιο λείψανό του, τάφηκε στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου
 

 

Δευτέρα 8 Αυγούστου
Ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανὸς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Κυζίκου
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλοντας νὰ τονίσει τὴν μεγάλη σημασία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστης μας πρὸς τὸν Χριστό, εἶπε: «Ἔχοντες οὒν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Ἀφοῦ, δηλαδή, ἔχουμε μεγάλο Ἀρχιερέα, ποὺ ἔχει πλέον περάσει ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ μπῆκε στὴν αἰώνια κατάπαυση, ὅπου μᾶς περιμένει, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἃς κρατᾶμε καλὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστης μας πρὸς Αὐτόν, τὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα ὁμολογίας ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανός, ποὺ ἔζησε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ τοῦ 9ου αἰῶνα. Ὁ Αἰμιλιανὸς ἦταν ἐπίσκοπος Κυζίκου μετὰ τὸ Νικόλαο, στὰ χρόνια 787 – 815. Ἀγωνίστηκε μὲ ὅλη τὴν δύναμη ποὺ τοῦ παρεῖχε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ εἰκονομάχος Λέων ὁ Ε’. Ἀθλητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, μιλοῦσε θερμότατα γι’ αὐτὴν καὶ ἐνίσχυε τοὺς πιστοὺς νὰ ὑπομένουν καρτερικὰ τοὺς ἀσεβεῖς διωγμούς.
Ὑπέφερε πολλὲς κακοπάθειες καὶ θλίψεις καὶ πέθανε τελικὰ ἐξόριστος, σὰν γνήσιος Ὁμολογητὴς τῆς ὀρθῆς πίστη

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς τοῦ Λόγου εἰκόνος διαγράψας τὴν ἔλλαμψιν, Αἰμιλιανὲ Ἱεράρχα διὰ βίου ὀρθότητας, τὴν ἔνσωμον Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἐδίδαξας τιμᾶσθαι εὐσεβῶς· διὰ τοῦτο ὡς ποιμένα καὶ ἀθλητήν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι τὴν ἄφεσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
ερωσύνης κεκτημένος τὴν χάριν, ὁμολογίας τοῖς ἀγῶσιν ἐμπρέπεις, ὡς φύλαξ προϊστάμενος δογμάτων τῶν ὀρθῶν· χαίρων γὰρ ὑπέμεινας, ἐξορίας καὶ θλίψεις, ὑπὲρ τῆς ἐν σώματι, τοῦ Σωτῆρος Εἰκόνος· ὃν ἐκδυσώπει, Αἰμιλιανέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Κυζίκου θεῖος ποιμήν, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, Ἱεράρχης θεοειδής· χαίροις ὁ προστάτης, τῶν ἱερῶν Εἰκόνων, ὦ Αἰμιλιανὲ πιστῶν ἑδραίωμα.

  

Ὁ Ἅγιος Μύρων.

Ὁ Ἅγιος Μύρων, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κρήτη, ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὸ ζῆλο του καὶ τὴν βαθιὰ πίστη του στὸν Θεό.
Ἀφοῦ παντρεύτηκε, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς. Ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔβγαζε ἔδινε ἕνα μέρος στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅσο ἔδινε τόσο ἡ σοδειά του αὐξάνονταν. Ἡ συμπάθεια τοῦ Ἁγίου πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς, ξεπερνοῦσε κάθε μέτρο. Μάλιστα λέγεται ὅτι κάποτε συνέλαβε κάποιους μέσα στὴν ἀποθήκη νὰ τοῦ κλέβουν τὸ σιτάρι καὶ ἀντὶ νὰ τοὺς κυνηγήσει, ἀντίθετα τοὺς βοήθησε μεταφέροντας καὶ ὁ ἴδιος τὰ σακιά. Γιὰ ὅλες λοιπὸν τὶς ἀρετὲς αὐτές, ὁ Μύρων χειροτονήθηκε ἱερέας. Μετὰ τὸ σταμάτημα τοῦ διωγμοῦ τῶν χριστιανῶν, ἔγινε δεσπότης στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Κρήτης.
Στὰ χρόνια ποὺ ἦταν δεσπότης στὴν Κρήτη, ἔκανε πάρα πολλὰ θαύματα. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς: Κάποτε ὁ Ἅγιος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὸν ποταμὸ Τρίτωνα καὶ ὁ ποταμὸς εἶχε πλημμυρίσει. Τότε ὁ Ἅγιος πρόσταξε καὶ ἡ ροὴ τοῦ ποταμοῦ σταμάτησε καὶ τὰ νερὰ δὲν προχωροῦσαν μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Μύρων ξαναπέρασε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ἔστειλε τὸ ραβδί του μὲ κάποιους ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τάραξαν τὰ νερὰ μὲ αὐτὸ καὶ ἔτσι αὐτὰ ἐπανῆλθαν στὴν κανονική τους ροή.Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔκανε μέχρι τὸν θάνατό του ὁ Ἅγιος Μύρων, ὁ ὁποῖος πέθανε σὲ ἡλικία ἑκατὸ ἐτῶν.
 

 

 Τρίτη 9 Αυγούστου
Ὁ Ἅγιος Ματθίας ὁ Ἀπόστολος.
Πῶς ὁ Ματθίας κατατάχθηκε στὸ χορὸ τῶν δώδεκα Ἀποστόλων, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Μετὰ τὴν προδοσία καὶ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Ἰούδα καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, οἱ ἕντεκα μαθητὲς μὲ τὴν Παναγία βρίσκονταν στὸ ὑπερῷον. Τότε ὁ Πέτρος πρότεινε νὰ ἐκλεγεῖ ἄλλος ἀντὶ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἀκολουθοῦσαν ὑπηρετῶντας τὸν Χριστό. Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ καὶ τέθηκαν δύο ὑποψήφιοι: ὁ Ἰωσὴφ ὁ καλούμενος Βαρσαββᾶς καὶ ὁ Ματθίας. Τότε ἔβαλαν κλῆρο, καὶ δίνοντας σὲ ὅλους ἐμᾶς παράδειγμα ἐναπόθεσης κάθε ἐκλογῆς μας στὸ Θεό, προσευχήθηκαν ὅλοι μαζὶ ὡς ἑξῆς: «Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξαν ὂν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕναν, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς». Δηλαδή: «Σὺ Κύριε, ποὺ γνωρίζεις τὶς καρδιὲς ὅλων, φανέρωσε καθαρὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐξέλεξες, ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο, γιὰ νὰ ἐπωμισθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀποστολικῆς διακονίας». Στὴν συνέχεια ὁ κλῆρος ἔπεσε στὸ Ματθία. Καὶ ἔτσι προστέθηκε στοὺς ἕντεκα Ἀποστόλους. Ἀπὸ τὴ μετέπειτα ζωὴ τοῦ Ματθία, γνωρίζουμε ὅτι κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Αἰθιοπία, ὅπου καὶ τελείωσε τὴ ζωή του μαρτυρι

 


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, κεκληρωμένος, συνεπλήρωσας, τῶν Ἀποστόλων, τὴν δωδεκάριθμον φάλαγγα ἔνδοξε· μεθ’ ὧν κηρύξας τοῦ Λόγου τὴν κένωσιν, ἐθαυμαστώθης Ματθία Ἀπόστολε. Ἀλλὰ πρέσβευε, δοθήναι τοῖς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωταυγὴς ὡς ἥλιος εἰς πάντα κόσμον, ἐξελθὼν ὁ φθόγγος σου, καταφωτίζει τῶν ἐθνῶν, τὴν Ἐκκλησίαν ἐν χάριτι, θαυματοφόρε Ματθία Ἀπόστολε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν τῆς εὐσεβείας ὑφηγητήν, καὶ τῆς Δωδεκάδος, τὸ συμπλήρωμα τῆς κλητῆς, ὕμνοις σε τιμῶμεν, Ἀπόστολε Ματθία, ὡς ἄριστον μεσίτην, ἠμῶν πρὸς Κύριον.

Οἱ Ἅγιοι Δέκα Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴ Χάλκη.
Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων αὐτῶν, ἀναφέρεται στὰ χρόνια τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Γ’. Ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, μὲ διάταγμα τοῦ τὸ 728 ἐμπόδισε ὁλοσχερῶς τὴν ἀνάρτηση ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο στὶς ἐκκλησίες ἀλλὰ σ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος. Στὸ διάταγμα αὐτὸ ἀντιστάθηκε ὁ Πατριάρχης Γερμανός, ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς συγκάλεσε συνέδριο καὶ κατεδίκασε τὴν στάση τοῦ Πατριάρχη. Τότε αὐτὸς παραιτήθηκε καὶ δυστυχῶς τὴν θέση του δέχτηκε νὰ πάρει ὁ σύγκελλος καὶ μαθητής του Ἀναστάσιος ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἀμέσως νὰ ἐκτελεῖ τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα.
Τότε κάποιος ἀξιωματικός, πολὺ προκλητικὰ πῆγε σὲ μία οἰκοδομὴ ποὺ ἀποτελοῦσε κατὰ κάποιο τρόπο τὰ προπύλαια τῶν ἀνακτόρων, καὶ ὀνομαζόταν Χάλκη Πύλη διότι ἡ στέγη της ἦταν χάλκινη, καὶ μὲ ἕνα τσεκοῦρι ἄρχισε νὰ ξηλώνει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦταν πάνω σ’ αὐτή. Ἐξοργισμένος ὁ ὀρθόδοξος λαὸς μπροστὰ σ' αὐτὸ τὸ ἔγκλημα, ἔριξε τὸν ἀσεβὴ ἀξιωματικὸ ἀπὸ τὴ σκάλα, πάνω στὴν ὁποία ἦταν, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸς νὰ σκοτωθεῖ.
Τότε ὁ βασιλιὰς ἔστειλε τὴν φρουρά του καὶ σκότωσε πολλοὺς ἀπὸ τὸ ἔντονα διαμαρτυρόμενο πλῆθος. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ οἱ δέκα συγκεκριμένοι Μάρτυρες. 

 

Τετάρτη 10 Αυγούστου
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ ἀρχιδιάκονος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ξύστος καὶ Ἰππόλυτος.

 


Οἱ Ἅγιοι Λαυρέντιος ὁ ἀρχιδιάκονος, Ξύστος πάπας τῆς Ρώμης καὶ Ἰππόλυτος, μαρτύρησαν τὸ 53 μ.Χ.
Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ πάπας τῆς Ρώμης Ξύστος, ὁμολόγησε πρῶτος τὴν πίστη του στὸν Κύριο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ θανατωθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμό. Κατόπιν συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Λαυρέντιο, ὁ ὁποῖος ἔχριζε διαχειριστὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Τοῦ ζητήθηκε νὰ παραδώσει τοὺς θησαυροὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λαυρέντιος τότε, τοὺς παρουσίασε τοὺς φτωχούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη τὴν συνδρομὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοὺς εἶπε ὅτι αὐτοὶ ἦταν οἱ θησαυροί της. Γιὰ αὐτὸ τὸ τόλμημά του, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν βασάνισαν, ψήνοντάς τον ζωντανό.
Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου τὸ παρέλαβε ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος. Μόλις ὅμως μαθεύτηκε αὐτή του ἡ πράξη, ἡ ἡγεμόνας διέταξε τὸν βασανισμό του. Ἔτσι μαρτύρησε καὶ ὁ Ἅγιος Ἰππόλυτος.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ Πνεύματι, καταυγαζόμενος, ὡς ἄνθραξ ἔφλεξας, πλάνης τὴν ἄκανθαν, Ἀρχιδιάκονε Χριστοῦ, Λαυρέντιε Ἀθλοφόρε· ὅθεν ὡς θυμίαμα, λογικὸν ὡλοκαύτωσαι, τῷ σὲ μεγαλύναντι, τῷ πυρὶ τελειούμενος· διό τοὺς σὲ τιμῶντας θεόφρον, σκέπε ἐκ πάσης ἐπηρείας.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Πυρὶ θεϊκῷ, φλεχθεῖς τὴν καρδίαν σου, τὸ πῦρ τῶν παθῶν, εἰς τέλος ἐναπέσβεσας, Ἀθλητῶν ἑδραίωμα, θεοφόρε Μάρτυς Λαυρέντιε· καὶ ἐν ἄθλοις ἐβόας πιστῶς· Οὐδέν με χωρίσει, τῆς ἀγάπης Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ὁ διακονήσας, ἐν τῇ χάριτι εὐσεβῶς· χαίροις ὁ τελέσας, διὰ πυρὸς ἀνδρείως, τὸν ἔνθεον ἀγῶνα, Μάρτυς Λαυρέντιε.
 

 

Πέμπτη 11 Αυγούστου
Ὁ Ἅγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ Ἅγιος Νήφων, καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Τοὺς γονεῖς του τοὺς ἔλεγαν Μανουὴλ καὶ Μαρία. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος.
Ἀκολούθησε ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Ἀντώνιος καὶ χρίστηκε καὶ αὐτὸς μοναχός. Τὴν μοναχική του ζωὴ τὴν ξεκίνησε στὴν Ἐπίδαυρο ἀλλάζοντας τὸ κοσμικό του ὄνομα σὲ Νήφων. Ὅταν ὁ μοναχὸς Ἀντώνιος ἀπεβίωσε, ὁ Νήφων πῆγε στὸ κάστρο τῆς Βᾶρδας. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν ἐνάερο Ἁγιορείτη Ζαχαρία, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τῆς Θεοτόκου, στὴν Ἀχρίδα.
Ὅταν ὁ Ζαχαρίας ἐκλέχτηκε ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδας, ὁ Νήφων ἀποσύρθηκε στὴν Μονὴ Διονυσίου στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἱερέας. Στὴ συνέχεια κλήθηκε νὰ γίνει Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ζαχαρία ἀνέλαβε τὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο.Ὁ Νήφων ἀνέβηκε συνολικὰ δυὸ φορὲς στὴ θέση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδας. Τὴν τρίτη φορὰ ποὺ τοῦ προτάθηκε νὰ ἐπανενθρονηστεῖ, ἀρνήθηκε καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ ὅπου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
ργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσέβειας, πᾶσαν ηὔγασας, τὴν Ἐκκλησίαν, τῆς ταπεινώσεως τρόποις ὑψούμενος· ἀσκητικῶς δοξασθεῖς γὰρ ἐν Ἄθωνι, Πατριαρχῶν καλλονὴ ἐχρημάτισας. Νήφων ἔνδοξε, θείων χαρίτων ἔμπλησον, τοὺς πίστει καὶ πόθῳ σε μεγαλύνοντας.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας λύχνος ὤφθης παμφαέστατος
Τῇ καθαρότητι σοφὲ τῆς πολιτείας σου
Τὰς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεις καταπλουτήσας·
Ἀλλ’ ὡς σκεῦος ἀρετῶν καὶ ὑπωτύπωσις
Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Νύφων Πατὴρ ἡμῶν.

Μεγαλυνάριον.
Τῶν Ἀρχιερέων τὴν καλλονήν, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸ τοῦ Ἄθω κλέος, καὶ ἀρετῶν τὸν πλοῦτον, τιμῶμέν σε ἐκ πόθου, Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Εὖπλος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Διάκονος.
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανός.
Γεννήθηκε στὴν Κατάνη τῆς Σικελίας, ὅπου ἦταν καὶ διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Θερμὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Εὖπλος, προσπαθοῦσε νὰ στερεώσει τὴν πίστη τῶν διωκόμενων χριστιανῶν καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ προτιμοῦν τὰ πιὸ φρικτὰ μαρτύρια παρὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Διότι «εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν εἰ ἀρνούμεθα. Κακεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς». Ἐάν, δηλαδή, δείχνουμε ὑπομονή, τότε καὶ θὰ βασιλεύσουμε μαζὶ μ’ Αὐτὸν (τὸν Χριστό). Ἐάν, ὅμως, Τὸν ἀρνούμαστε, καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀρνηθεῖ. Οἱ εἰδωλολάτρες, βλέποντας αὐτὴ τὴν δραστηριότητα τοῦ Εὔπλου, τὸν κατήγγειλαν στὸν Ἔπαρχο Καλβισιανό. Αὐτὸς προσπάθησε μὲ συζήτηση νὰ πείσει τὸν Εὖπλο ὅτι ἦταν μωρία νὰ πιστεύει στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἔπρεπε τὸ συντομότερο νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ. Ὁ Εὖπλος ἀκαταμάχητος συζητητής, διέλυσε ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἐπάρχου.
Ὁ Καλβισιανός, ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν τὰ ἔβγαζε πέρα μὲ τὸν Εὖπλο, διέταξε καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια. Κατόπιν τοῦ ἔσπασαν τὶς κνῆμες μὲ σφυριὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἐνῷ ὁ Εὖπλος ἐξακολουθοῦσε νὰ μὴν ἀρνεῖται τὸ Χριστό, μέχρι καὶ τὴν τελευταία του πνοή.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάβαλε.
ς θεῖος διάκονος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ὁσίως διήγαγες, τὰ πρὸς Θεὸν καὶ πιστῶς, καὶ ἤθλησας ἄριστα· σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε. Καὶ νῦν ἡμᾶς πρὸς λιμένα, θεῖον κυβέρνησον.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, ταῖς χερσὶ περιφέρων, ἐπέστης ἐκβοῶν, τοῖς ἐχθροῖς ἐν σταδίῳ· Αὐτόκλητος πάρειμι, ἐναθλήσων στερρότατα· ὅθεν κλίνας σου, περιχαρῶς τὸν αὐχένα, ὑποδέδεξαι, τὴν ἐκτομὴν τὴν τοῦ ξίφους, τελέσας τὸν δρόμον σου.

Μεγαλυνάριον.
θλους διανύσας μαρτυρικούς, καὶ λύθροις αἱμάτων, πορφυρώσας τὴν σὴν στολήν, τῷ Χριστῷ παρέστης, ὡς Μάρτυς τροπαιοῦχος, ὦ Εὖπλε Διακόνων, τὸ ἐγκαλλώπισμα.

 

Ἀνάμνηση Θαύματος Ἁγίου Σπυρίδωνα.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀγαρηνῶν μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ὅταν αὐτοὶ ἀπειλοῦσαν μὲ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τὴν Κέρκυρα τὸ 1711.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπέστης καὶ ἔσωσας, ἐπιδρομῆς χαλεπῆς, τὴν νῆσόν σου Κέρκυραν, τὴν προσπεσοῦσαν θερμῶς, τῇ θείᾳ πρεσβεῖᾳ σου. Ὅθεν θαυματοφόρε, Ἱεράρχα Σπυρίδων, αἶνον εὐχαριστίας, σοὶ προσᾴδοντες πίστει, δεόμεθα τοῦ ῥύεσθαι ἀεί, ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῷ τῆς Κερκύρας νῦν προμάχῳ ὑπανοίγωμεν
Ὡς τροπαιούχῳ νικητῇ τὰ αἰσθητήρια
Ἀνακράζοντες οἱ δοῦλοί σου, θεοφόρε,
Σοὶ τῷ ἔχοντι ἀεὶ τὸ εὐσυμπάθητον·
Ἐκ βαρβάρων, ὦ Σπυρίδων, περιφρούρησον
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ ἀήττητε.

Μεγαλυνάριον.
Τῶν θαυμάτων πέλαγος γεγονώς, πάσης τρικυμίας, ἐν θαλάσσῃ τε καὶ ἐν γῇ, μέγιστε Σπυρίδων, διάσωζαι εὐχαῖς σου, τοὺς ἐπικαλουμένους, μέγα σὸν ὄνομα.
  

 

Παρασκευή 12 Αυγούστου
Οἱ Ἅγιοι Φώτιος καὶ Ἀνίκητος οἱ Μάρτυρες.
Ὁ Φώτιος ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀνικήτου. Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴ Νικομήδεια. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς θέλησε νὰ κινήσει διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, μίλησε μπροστὰ στὴν Σύγκλητο μὲ τοὺς πιὸ ὑβριστικοὺς λόγους ἐναντίον τους. Ἐκεῖ ἦταν παρὼν καὶ ὁ Ἀνίκητος, ποὺ ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ βασιλιά, ὄχι μόνο δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ σηκώθηκε μὲ θάρρος, δήλωσε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ εἶπε στὸ Διοκλητιανό: «Πλανᾶσαι, βασιλιά, ἂν νομίζεις ὅτι μὲ τὰ μέτρα κατὰ τῶν Χριστιανῶν θὰ πετύχεις τοὺς ἀσεβεῖς σκοπούς σου. Μάθε ὅτι οἱ χριστιανοὶ ἀποτελοῦν σήμερα τὴν ὑγιέστερη μερίδα τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ θὰ ἦταν ἀνόητοι καὶ ἀναίσθητοι ἂν πίστευαν στὰ εἴδωλα. Γι’ αὐτὸ, ὅποια μέτρα καὶ ἂν πάρεις ἐναντίον τους, στὸ τέλος ζημιωμένος θὰ εἶσαι ἐσύ, ἐνῷ αὐτοὶ ἔνδοξοι μάρτυρες».
Ὁ Διοκλητιανός, προσβεβλημένος ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ Ἀνίκητου, διέταξε καὶ τὸν ἔριξαν τροφὴ σὲ ἕνα τρομερὸ λιοντάρι. Ἀλλὰ τὸ λιοντάρι σταμάτησε τὴν ἄγρια ὁρμή του καὶ ἡμέρεψε σὰν πρόβατο. Τότε ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ συνετρίβησαν πολλὰ εἰδωλολατρικὰ ἀγάλματα.
Κατόπιν τὸν ἔβαλαν σὲ τροχὸ μὲ ἀναμμένη φωτιὰ ἀπὸ κάτω. Ἀλλὰ ὦ τοῦ θαύματος, ὁ τροχὸς σταμάτησε καὶ ἡ φωτιὰ ἔσβησε. Τότε ἔτρεξε καὶ τὸν ἀγκάλιασε ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Φώτιος. Μόλις εἶδαν αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες, ἔδεσαν καὶ τοὺς δυὸ μέσα στὸ λεγόμενο λουτρὸ τοῦ Ἀντωνίου. Καὶ ἀφοῦ ὑπερθέρμαναν τὸ νερό, παρέδωσαν καὶ οἱ δυὸ ἔνδοξα τὸ πνεῦμα του

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τῇ συμφωνίᾳ, τὴν οἰκείωσιν, τῆς συγγενείας, δι’ ἀγώνων ἱερῶν ἐλαμπρύνατε, θεομακάριστε Μάρτυς Ἀνίκητε, σὺν τῷ Φωτίῳ φωτὸς τῷ θεράποντι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, δοθῆναι πταισμάτων ἄφεσιν, τοῖς μέλπουσιν ὑμῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
ν σταδίῳ βλέψας σε, ἀνδραγαθοῦντα νομίμως, Ἀθλητὰ Ἀνίκητε, ὁ Φώτιος ὁ θεόφρων, σύναθλος, στερρός σοι ὤφθη τῇ ἐκμιμήσει, ἅπασαν, σὺν σοὶ βασάνων πεῖρα ἐνέγκας· μεθ’ οὗ πρέσβευε Κυρίῳ, παντὸς κινδύνου ἡμᾶς λυτρώσασθε.

Μεγαλυνάριον.
νίκητος ὤφθης καὶ ἀρραγής, Ἀνίκητε μάκαρ, ἐν ἀγῶσιν ἀθλητικοῖς· πλήρης δὲ ἀΰλου, φωτὸς Φώτιε Μάρτυς, διὸ καὶ ἐπαξίως, ἐθαυμαστώθητε.
 

 

 

Σάββατο 13 Αυγούστου
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια καὶ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 580 μ.Χ. Ἔλαβε τὴ συνήθη ἐγκυκλοπαιδικὴ μόρφωση καὶ ἐπιδόθηκε ἰδιαίτερα στὴ σπουδὴ τῆς φιλοσοφίας. Ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (610 – 641 μ.Χ.) προσελήφθη ὡς ἀρχιγραμματεὺς αὐτοῦ. Παρέμεινε στὴ θέση αὐτὴ γιὰ λίγα μόνο χρόνια, ἀλλὰ διατήρησε τὶς σχέσεις του καὶ ἀλληλογραφία μὲ πρόσωπα τοῦ δημόσιου βίου.Ἀφοῦ παραιτήθηκε, τὸ 614 μ.Χ., ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιγραμματέως, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο. Ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ βρισκόταν ἔναντι τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ διετέλεσε ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκεῖ ἀπέκτησε ὡς μαθητὴ τὸν Ἀναστάσιο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀκολούθησε σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συμμόρφωση τοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν Θεία διδασκαλία ἀποτελοῦν βάση στερεά, ἐπὶ τῆς ὁποίας θὰ οἰκοδομηθεῖ ἡ πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ νοῦ. Πρῶτο βῆμα γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἡ ἀπόδυση ἀπὸ τὸ νοῦ ὅλων τῶν παθῶν ποὺ τὸν ἐνοχλοῦν, τὰ ὁποία ἔχουν τὴν βάση καὶ τὴν ἀφορμή τους στὸ σῶμα. Καλεῖται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἀκολουθήσει τὴν κίνηση τῶν αἰσθητῶν, νὰ μὴν γίνει δοῦλος τῶν φυσικῶν του ὁρμῶν καὶ παθῶν, ἀλλὰ νὰ ἀκολουθήσει τὰ ὑπὲρ φύσιν. Τὰ ἀποτελέσματα παρουσιάζονται ἀνάλογα πρὸς τὴν ἐκλογή. Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν κίνηση τῶν αἰσθητῶν ὑφίσταται καὶ τὴν φυσικὴ φθορὰ αὐτῶν καὶ συναλλοιώνεται μὲ αὐτά, ἐνῶ ὁ ἀναστὰς «τῆς ἐμπαθοῦς περὶ τὰ φαινόμενα διαθέσεως, τὴν τῶν φαινομένων ἔθυσε κίνησιν καὶ τὴν πρακτικὴν κατορθώσας ἔφαγεν ἀρετήν».
Ἡ πράξη τῆς ἀρετῆς εἶναι ἔργο τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς θείας δυνάμεως. Κανένα χάρισμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ τὴν φυσική του δύναμη. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι φανερὴ σὲ ὅλη του τὴ διδασκαλία, διότι φοβᾶται μήπως ὁ ἄνθρωπος περιπέσει στὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ Θεός, παρατηρεῖ, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ νὰ πράττει τὶς ἀρετές.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀσκήτευε ὁ μακάριος Ὁμολογητής. Ἀλλὰ ἡ περσικὴ ἀπειλή, ποὺ εἶχε δημιουργήσει γιὰ τὴν Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία κρίσιμη κατάσταση, ἔσπασε τὴν ἡσυχία του καὶ τὸν ἀγώνα του γιὰ τὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του. Γιὰ πολλὰ χρόνια οἱ Πέρσες ἐμφανίζονταν στὴν ἀκτὴ ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Φαίνετε δέ, ὅτι κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς εἰσβολῆς τους στὴ Χρυσούπολη, τὸ 624 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀναγκάστηκε νὰ ἀποσυρθεῖ μὲ τοὺς μαθητές του νοτιότερα, στὴν Κύζικο. Ἐκεῖ διέμεινε γιὰ δύο περίπου χρόνια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ συναναστρεφόταν μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη μετὰ τοῦ ὁποίου ἀντήλλαξε ἀργότερα ἐπιστολές. Ἴσως νὰ εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα τὴν συγγραφική του δράση, ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐπιδίδεται ἐντατικὰ στὸ ἔργο τῆς συγγραφῆς.
Λόγω συνεχίσεως τῶν Περσικῶν καταδρομῶν ὁ Ἅγιος ὑποχρεώνεται νὰ φύγει, τὸ 626 μ.Χ., καὶ ἀπὸ τὴν Κύζικο. Ἔρχεται γιὰ λίγο στὴν Κρήτη καὶ στὴν συνέχεια μεταβαίνει στὴν Ἀφρική. Θεωρεῖται δὲ πιθανὸ νὰ πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο. Στὴν Καρχηδόνα ἐμφανίζεται τὴν Πεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 632 μ.Χ., ἀλλὰ εἶχε φθάσει ἐκεῖ νωρίτερα. Κατὰ τὰ χρόνια αὐτὰ συγγράφει δύο ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα ἔργα του, τὸ «Πρὸς Θαλάσσιον» καὶ «Περὶ Ἀποριῶν».
Ἐγκαταβίωσε στὴν μονὴ Εὐκρατᾶ της Καρχηδόνας, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένος καὶ ἄλλος φυγάς, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ὁ Σωφρόνιος. Ἐκεῖ ἔμαθε τὶς ἐνέργειες τοῦ νέου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύρου, οἱ ὁποῖες ἀπέληξαν τὸ 633 μ.Χ. στὴν ἑνωτικὴ συμφωνία ποὺ διαμόρφωσε τὴν αἵρεση τοῦ Μονοενεργητισμοῦ. Ὁ Σωφρόνιος τάχθηκε ἀμέσως ἐναντίων της νέας αὐτῆς μορφῆς τῆς χριστολογικῆς αἱρέσεως. Στὴν θέση του αὐτὴ τὸν ἀκολούθησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος. Ἔτσι συμμετεῖχε στὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, ἡ ὁποία συγκλήθηκε τὸ ἔτος 649 μ.Χ. ἐπὶ Πάπα Ρώμης Μαρτίνου Α’, ὅπου καταδικάσθηκε ὁ Μονοθελητισμὸς καὶ ἀναθεματίσθηκαν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνοήτως δογμάτιζαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μία μόνο θέληση, τὴ θεία, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἔχει δυὸ θελήσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ὡς Θεάνθρωπος. Στὴν ἴδια Σύνοδο ἀποδοκιμάσθηκε διάταγμα τοῦ τότε αὐτοκράτορα Κώνσταντος, διὰ τοῦ ὁποίου δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ συζήτηση περὶ Μονοθελητισμοῦ.
Ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας (641 – 668 μ.Χ.) ὀργίσθηκε γι’ αὐτό. Ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἔξαρχο καὶ βασιλικὸ ἐπίτροπο τῆς Ἰταλίας Θεοδόσιο καὶ ὁδηγήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς δύο φίλους του Ἀναστασίους. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξόρισε τὸν Ἅγιο Μάξιμο, τὸ 655 μ.Χ. στὴ Βιζύη, μέσα στὸ Ρήγιο καὶ στὴν συνέχεια στὴν πόλη Πέρβερα. Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἀνακλήθηκε καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπως καὶ οἱ συμμοναστές του, γιὰ μία Τρίτη προσπάθεια προσεταιρισμοῦ του. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Ἀναθεματίσθηκε, κακοποιήθηκε καὶ διαπομπεύθηκε. Ἡ κακοποίηση τοῦ Ἁγίου ἔδωσε ἀφορμὴ γιὰ τὴ διαμόρφωση παραδόσεως περὶ ἀποκοπῆς τῆς γλώσσας καὶ τῆς δεξιᾶς χειρὸς αὐτοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἐξορίσθηκε στὴ Λαζικὴ τοῦ Πόντου, στὸ φρούριο Σχίμαρις, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ὁσίως στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 662 μ.Χ.
Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, στὴ χώρα τῶν Λαζῶν. Ἀπὸ τὸν τάφο του ἔβγαινε φῶς κάθε νύχτα καὶ φώτιζε τὴν περιοχή, γεγονὸς ποὺ πιστοποιοῦσε τὴν ἁγιότητά του.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 21η Ἰανουαρίου.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν τῶν λειψάνων σου, ἁγίαν λάρνακα, ἀρωματίζουσαν, ζωῆς τὰς χάριτας, ὡς κιβωτὸν ἁγιασμοῦ, πλουτήσαντες θεοφόρε, ἐξ αὐτῆς δρεπόμεθα, χάριν θείαν καὶ ἔλεος, Μάξιμε πανεύφημε, τῆς σοφίας ὁ τρόφιμος· διὸ μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, θείας τυχεῖν ἡμᾶς εὐκλείας.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τῆς Ἐκκλησίας ὑπέρμαχε θεηγόρε, Ὀρθοδοξίας ἀσφάλεια καὶ λαμπρότης, λύρα τῆς εὐσεβείας καὶ ὄργανον, καὶ Μοναστῶν τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν ἀγλάϊσμα, ἀεὶ ἡμᾶς φρούρει, Πάτερ Μάξιμε.

Μεγαλυνάριον.
Τὴν τῶν σῶν λειψάνων θείαν σορόν, πνέουσαν τῷ κόσμῳ, εὐωδίαν τὴν μυστικήν, Μάξιμε ἐκ τάφου, κομίσαντες ἐκ πόθου, τῆς σῆς ὁμολογίας, τοὺς ἄθλους μέλπομεν.
 
Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Βασίλισσα (μετονομασθείσα σε Μοναχὴ Ξένη)
Ἔζησε τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν κόρη ὡραῖα καὶ ἐνάρετη. Αὐτὸ τὸ παρατήρησε ὁ βασιλιὰς Ἀλέξιος ὁ Κομνηνὸς καὶ τὴν πάντρεψε μὲ τὸ γιὸ του Ἰωάννη, τὸν ἐπονομαζόμενο Καλοϊωάννη λόγω τῶν πολλῶν του ἀρετῶν. Ἡ ἐνάρετη λοιπὸν βασίλισσα Εἰρήνη, ξόδευε μὲ ἁπλοχεριὰ σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Μόνη μάλιστα πήγαινε σὲ φτωχικὲς καλύβες, γιὰ νὰ δώσει ὄχι μόνο χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἀνώτερη ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ τῆς ἐλπίδας στὸ Χριστό. Ἐπίσης ἔκτισε γηροκομεῖα καὶ ξενῶνες, καὶ ἄφησε σ’ αὐτὰ μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ γιὰ τὴν ἀσφαλὴ καὶ ἄνετη συντήρησή τους. Στὴ συνέχεια ὅμως, ἡ Εἰρήνη δοκίμασε μεγάλες θλίψεις. Ὁ ἄντρας της σὲ μιὰ ἐκστρατεία του στὴ Συρία τὸ 1143, πέθανε. Ἀργότερα τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὰ δυὸ ἀπὸ τὰ τέσσερα παιδιά της. Τότε ἡ Εἰρήνη, θέλησε νὰ βρεῖ ἀνακούφιση στὶς θλίψεις της μέσα στὴ μοναχικὴ ζωή. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε καὶ τὴ συγκατάθεση τοῦ βασιλιὰ γιοῦ της Μανουήλ, ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ Παντοκράτορος, ὅπου καὶ ἔγινε μοναχή, μετονομασθεῖσα Ξένη. Ἐκεῖ τὴν βρῆκε ὁ θάνατος καὶ τὴν κήδευσαν μὲ μεγάλη ἁπλότητα, ὅπως ἡ ἴδια τὸ ἐπιθυμοῦσε. Διότι λίγο πρὶν πεθάνει ἔλεγε, ὅτι ἡ βασίλισσα Εἰρήνη εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ, καὶ δὲν ἔμενε πλέον παρὰ μόνο ἡ μοναχὴ Ξένη.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/09A71713.el.aspx

 
Επιμέλεια: Καθεδρικός Ι.Ν. Παναγίας Φανερωμένης Χολαργού

 





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA