|
|
Αρχική » Ο Ναός μας » Διδακτικά και Ωφέλιμα
Χαρατσώματα
Όταν θέλομε σήμερα να πούμε ότι επιβλήθηκε υπερβολική φορολογία ή ότι το ποσό που ζητήθηκε για μια υπηρεσία ή για μια κοινωνική εκδήλωση ήταν πολύ μεγάλο χρησιμοποιούμε συνήθως τη λέξη «χαράτσωμα». Η λέξη αυτή προέρχεται από τον προσωπικό, κεφαλικό φόρο, που πλήρωναν οι υπόδουλοι και λεγόταν «χαράτσι». Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, αλλά και την ηλικία κλιμακωνόταν. Με τον καιρό διαμορφώθηκαν τρία επίπεδα. Xαράτσι δεν πλήρωναν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, και οι ανάπηροι. Επρόκειτο για τακτικό φόρο, επιβάλλονταν όμως και άλλοι φόροι σε έκτακτες περιστάσεις για τους δρόμους, τα γεφύρια, τις δαπάνες του στρατού, των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ. Ακόμη πλήρωναν φόρους εκείνοι που είχαν τη νομή και κατοχή γαιών, των λεγομένων άφθαρτων, γιατί κυριότητα των φθαρτών ονομαζόμενων γαιών είχαν μόνο μουσουλμάνοι. Εκτός από τις ιδιωτικές εκτάσεις (μούλκια), υπήρχαν δημόσιες που παραχωρούνταν με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών στους μπέηδες, ζαΐμηδες και σπαχήδες και εκείνες που ανήκαν σε θρησκευτικά ιδρύματα (τα βακούφια). Η είσπραξη των φόρων από αυτούς γινόταν μέσω των βοεβόδων. Τα 13 μικρά νησιά του Αρχιπελάγους, όπως είδαμε, είχαν δοθεί στον Αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου (Καπουδάν πασά). Οι φόροι όμως που πλήρωναν οι Ρωμιοί δεν τελειώνουν εδώ, καθώς υπήρχαν έγγειοι φόροι, η δεκάτη και τα δοσίματα. Από προϊόντα, όπως το βαμβάκι, το λάδι, ο καπνός, το σιτάρι και το κριθάρι, έδιναν το ένα δέκατο. Υπήρχαν, εξ άλλου, φόροι για τα βοσκοτόπια, τα αμπέλια, ταχυδρομικά τέλη, τελωνειακοί δασμοί κ.λπ.
«Η γη που αφέθηκε στους χριστιανούς, γράφει ο Σβορώνος (όπ. παρ., σελ. 41), περιοριζόταν στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θεσσαλίας, στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Στις περιοχές αυτές, που κατακτήθηκαν αργότερα και όταν οι Τούρκοι εφοδιασμένοι ήδη με γαίες, ήταν πολύ λίγοι, ακόμα και εύφορες πεδιάδες αφήνονται στους χριστιανούς και Έλληνες, μεγαλο-γαιοκτήμονες εισέρχονται στην τουρκική ιεραρχία».
Όταν καταργήθηκε το παιδομάζωμα της πρώτης περιόδου, επιβλήθηκε στα παιδιά από ηλικίας 9 έως 18 χρόνων, η οπέντζα, που την εισέπρατταν κι αυτήν οι σπαχήδες. Όπως γίνεται αντιληπτό, το φορολογικό σύστημα ποίκιλλε και δε λειτουργούσε πάντοτε. Στα Δωδεκάνησα, που λέγονταν Νότιες Σποράδες, είχε επιβληθεί ένα προνομιακό καθεστώς. Πλήρωναν κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, που λεγόταν «μακτού» και ήταν απαλλαγμένο από κάθε άλλο φόρο πού κατέβαλλαν οι κάτοικοι των άλλων διαμερισμάτων της Αυτοκρατορίας.
Εκτός από τη δεκάτη σε είδος, κάθε πέντε και αργότερα κάθε τέσσερα χρόνια, οι υπόδουλοι Έλληνες απέδιδαν την αποκληθείσα από τον Babinger «ανθρώπινη δεκάτη» ή αλλιώς «δεκάτη του αίματος», το φοβερό παιδομάζωμα που στερούσε από το σκλαβωμένο γένος τους ανθούς και τις ελπίδες της ανάκαμψης του, αφού στρατολογούνταν για το σώμα των γενιτσάρων οι «από 15 έως 20 ετών καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι νέοι των απίστων», όπως όιέ-τασσε το 1601 ο σουλτάνος τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Ο επιφανής λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας στο έργο του "Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων" (τόμος 12ος, Βιέννη 1832) διεκτραγωδώντας τα δεινά των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία σημειώνει:
«Εκ μέρους της εξουσίας δεν εδοκίμαζαν πολλά βάρη. Οι φόροι ήσαν μέτριοι και πολλαχού μετά το ετήσιον χαράτσιον μικρότατη ποσότης γροσιών ήτο το επίλοιπον δόσιμον. Αλλ' οι άγριοι Γενίτσαροι κατέτρωγαν τους πτωχούς Χριστιανούς ασπλάγχνως. Εζήτουν κρασιά, φαγητά, ενδύματα, αργύριον, στέλλοντες το ρινόμακτρόν των με δύο σφαιρίδια πιστόλας εγκομβωδεμένον. Τις ηδύνατο να αντισταθή εις τοιούτους απαιτητός; Πολλοί έπιπταν θύματα των Γιανιτσάρων ατιμωρητί εις τους δρόμους, διότι δεν ηδυνήθησαν να εκπληρώσωσι τα ζητήματά των».
Μπροστά στην οδυνηρή αυτή κατάσταση οι υπόδουλοι αναγκάζονταν, όταν δεν ήταν σε θέση να δώσουν όσα τους ζητούσαν, να φυγαδεύουν τα παιδιά τους, στα οποία ξεσπούσαν οι γενίτσαροι ή να μεταναστεύουν οι ίδιοι. Δεν έλειψαν όμως και ξεσηκωμοί, όπως το 1705 στη Νάουσα, που οι κάτοικοί της πήραν τα όπλα αρνούμενοι να ανταποκριθούν στο παιδομάζωμα. Σε έγγραφο του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης προς τις τοπικές αρχές αναφέρεται:
«... οι άπιστοι κάτοικοι της ειρημένης πόλεως, επαναστατήσαντες και λέγοντες, ημείς δεν παραδίδομεν τους υιούς μας εις τους μουσουλμάνους, απετόλμησαν να φονεύσουν δημοσία και εν μέση σουλτανική οδώ, τον οιλιχτάρην μετά των δύο συνοδών του μουσουλμάνων, εν τέλει δε σχηματίσαντες συμμορίαν δι εκατόν και πλέον κακούργων, οι άπιστοι ούτοι φονείς και ίχοντες επικεφαλής τον αρματολόν Ζήσην Καραδήμον και τους δυο αυτού υιούς ύψωσαν την σημαίαν της ανταρσίας και διατρέχοντες ήδη τα όρη και τας πεδιάδας των καζάδων Βέροιας και Ναούσης μύρια διέπρατταν και εξακολουθούν να διαπράττουν κακουργήματα, ήτοι φόνους και ληστείας εις βάρος των μουσουλμάνων πιστών του Ισλάμ».
Η έδρα του «Υψηλού Διβανίου» του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης, από όπου εξαπολύθηκε η διαταγή αυτή, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (βλ. I. Κ. Βασδραβέλλη: Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1948, σσ. 69-71).
Το «νέφος» των νεομαρτύρων
Ένα άλλο πολύ σοβαρό φαινόμενο που παρατηρείται τους πρώτους χρόνους μετά την Άλωση είναι οι βίαιοι εξισλαμισμοί, που έχουν συχνά ομαδικό χαρακτήρα, περισσότερο στον μικρασιατικό παρά στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Την ελεεινότατη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει τότε, με όσα εις βάρος του διέπραττε ο κατακτητής, το Γένος οδηγώντας το σε συρρίκνωση, περιγράφει ο πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος το 1460:
«Οίμοι' τι πρώτον οδύρωμαι; την εν τοις σώμασι δουλείαν Ελλήνων, ή την εν ταις ψυχαίς φθοράν και ταις έτι τετηρείσθαι δοκούσαις; την παντελή των παρ' ημίν σεβασμίων απώλειαν, ή των έτι μενόντων την ατιμίαν; τας κατά της πίστεως ύβρεις των βαρβάρων, ή τα ταις ψυχαίς των πιστών εμβασιλεύσαντα σκάνδαλα; τους αφισταμένους οσημέραι της πίστεως, πανταχού, ή τους την αποστασίαν ωδίνοντας; την εσχάτην της Εκκλησίας ταπείνωσιν και συντριβήν» (εκδ. L. Petit - Χ.Α. Sideri-des - Martin Jugie, Γεωργίου του Σχολαρίου άπαντα τα ευρισκόμενα, τόμ. α', Παρίσι 1928, σελ. 285).
Στους εξισλαμισμούς αντιστάθηκαν και οδηγήθηκαν στο μαρτύριο απλοί άνθρωποι του λαού είτε γιατί αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν είτε γιατί μετά τον βίαιο εξισλαμισμό τους δεν δίστασαν να ομολογήσουν, να διακηρύξουν την πίστη τους στον Χριστό και να απαγχονισθούν ή αποκεφαλισθούν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Άλλους τους κάρφωναν, τους τύφλωναν, τους έκοβαν τα αφτιά, τη μύτη, τους προκαλούσαν κακώσεις σε όλο το σώμα και τους οδηγούσαν σταδιακά στο θάνατο, χωρίς να κάμψουν το φρόνημα τους. Δεν έλειψαν όμως κι εκείνοι που ασπάσθηκαν τον μουσουλμανισμό για να προστατέψουν τις ιδιοκτησίες και άλλα συμφέροντα τους. Αυτοί επί το πλείστον προέρχονταν από τη βυζαντινή αριστοκρατία. Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Μουράτ ήταν γόνος των Παλαιολόγων, όπως και ο μεγάλος βεζύρης Μαχμούτ πασάς γόνος των Αγγέλων, ακόμη κι ένας μητροπολίτης, ο Ρόδου Μελέτιος εξισλαμίσθηκε, ονομάσθηκε Ασλάνης και μπήκε στην Υψηλή Πύλη. Η περίπτωση είναι ασυνήθης. Θανατώθηκε, όμως, από τους Οθωμανούς το 1661.
Στην εξαίρετη εργασία του «Ετούρκευσεν ο Γεώργιος Αμιρούτζης;» που δημοσιεύθηκε στον 18ο τόμο (1948) της Επετηρίδας της Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών (σσ. 39-143) ο καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης έδειξε ότι αυτό δεν συνέβη, οι γιοι του εντούτοις εξισλαμίσθηκαν (ένας από αυτούς, ο Μεχμέτμπεης, εθεωρείτο «λογιώτατος και ελληνικώς και αραβικώς» και είχε κάνει πολλές μεταφράσεις από τα ελληνικά στα αραβικά). Ξεφυλλίζοντας κανείς το «Νέον Μαρτυρολόγιον» του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου (Βενετία 1799) διαπιστώνει πόσο αθώο αίμα έρρευσε για την πίστη του Χριστού. Εγκωμιάζοντας τους νεομάρτυρες ο Φώτης Κόντογλου (Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη, 1976, σσ. 226-228) έγραφε:
«Κανένας λαός δεν έχασε τόσο αίμα για την πίστη του Χριστού όσο έχυσε ο δικός μας από καταβολή του χριστιανισμού ίσαμε σήμερα. Κι αυτός ο ματωμένος ποταμός είναι μια πορφύρα που φόρεσε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας και που θάπρεπε να την έχουμε για το μεγαλύτερο καύχημα... Οι δικοί μας άγιοι, που μαρτυρήσανε στον καιρό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους είτανε ταπεινοί, απλοί, λιγομίλητοι, με τη φωτιά της πίστης στα στήθια τους, απονήρευτοι και αγράμματοι, αφού το μόνο που γνωρίζανε να λένε μπροστά στον αγριεμένο τον κριτή ήτανε: «Χριστιανός γεννήθηκα και χριστιανός θ' αποθάνω». Νέοι άνθρωποι, παλληκάρια απάνω στ' άνθος της νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερά να παραδοθούνε για τ' όνομα του Χριστού, σφαζόντανε σαν τ' αρνιά ή κρεμαζόντανε με τη θελιά στον λαιμό τους».
Αρκετοί από εκείνους που είχαν αλλαξοπιστήσει, δοκίμαζαν τόσο μεγάλες τύψεις, που το ψυχικό τους μαρτύριο τελείωνε μόνο με το σωματικό. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πέσουν στα νύχια του δυνάστη, που τους επιφύλασσε την πιο απάνθρωπη μεταχείριση. Δεν τους αρκούσε η αφαίρεση της ζωής, αλλά ένιωθαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση να τους συνθλίψουν, ανασκολοπίσουν κ.λπ. Γάλλος περιηγητής, που το όνομα του δεν είναι γνωστό, περιγράφει το παλούκωμα που είδε το 1739 ως εξής:
«Ξαπλώνουν το μελλοθάνατο καταγής μπρούμυτα κι ο δήμιος ανοίγει το κάτω μέρος του σώματος μ' ένα ξουράφι. Ύστερα μπήγουν στην πληγή ένα μυτερό παλούκι μακρύ οχτώ πόδια και αρκετά χοντρό χτυπώντας την άκρη με ξύλινο κόπανο. Όταν η μυτερή άκρη βγει από το δεξιό ώμο του θύματος δένουν τα χέρια στο παλούκι και το καρφώνουν όρθιο στο χώμα» (Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου: Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800, Αθήνα 1973, σελ. 399).
Όπως είναι γνωστό, η Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων από το 1645 (Χανιά, το Ρέθυμνο έπεσε το 1646) ως το 1669, που κατέλαβαν τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Τότε άρχισαν στη μεγαλόνησο οι εξισλαμισμοί των Χριστιανών. «Οι λόγοι», γράφει ο Μανόλης Γ. Πεπονάκης, «που τους προκάλεσαν ήταν αρχικά: τα δικαιώματα που παρείχε το Ισλάμ στους αρνησίθρησκους, η οικονομική εξουθένωση μέρους τον πληθυσμού από τις μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις, η προσπάθεια της Πύλης να οργανώσει ισχυρό ντόπιο στρατό, είτε μέσω παιδομαζώματος είτε με προσφορά χρηματικών ποσών στους νεοφώτιστους μουσουλμάνους, οι νίκες των Οθωμανών και το ιεραποστολικό έργο των μπεκτασήδων δερβίσηδων. Στους λόγους αυτούς προστέθηκαν μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης οι φορολογικές καταπιέσεις, που έφτασαν στο αποκορύφωμα τους στην περίοδο 1770-1821» (Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην Κρήτη (1645-1899), Ρέθυμνο 1997, σελ. 161).
Κρυφοί παπάδες
Το μαρτύριο των κρυπτοχριστιανών δηλ. των εξισλαμισθέντων Ελλήνων, που υποκρίνονταν στα φανερά ότι ακολουθούσαν τη μουσουλμανική θρησκεία και στα κρυφά λάτρευαν τον Ιησού Χριστό είναι δυσπερίγραπτο (βλ. γενικά Γ.Θ. Πρίντζιπα: Οι Κρυπτοχριστιανοί, Αθήνα 1997). Ο ίδιος δυνάστης, που αναγνώριζε το Πατριαρχείο, κυνηγούσε την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία με πραγματική μανία και όποτε του δινόταν η ευκαιρία, εξεδήλωνε το μένος και την απέχθεια τους. Για τις ανάγκες των κρυπτοχριστιανών η Εκκλησία χρησιμοποιούσε και κρυφούς παπάδες. Ο Νίκος Ε. Μηλιώρης στο βιβλίο του «Οι Κρυπτοχριστιανοί» γράφει:
«Κρυφοί παπάδες ήσαν ακόμη δερβίσηδες -ιεραπόστολοι μυστικοί-, που περιοδεύανε στα κέντρα των κρυπτοχριστιανών και τελούσαν τα χριστιανικά μυστήρια. Ήσαν απεσταλμένοι κάποιων μοναστηριών. Ειδική και επιμελημένη ήταν η επιλογή και προετοιμασία από τα μεγάλα μοναστήρια του Πόντου των περιοδευόντων αυτών μυστικών ιεραποστόλων και μακροχρόνια και γεμάτη από απρόοπτους και θανάσιμους συχνά κινδύνους η αποστολή τους. Διαλέγανε όσους από τους καλόγερους παρουσιάζανε τα περισσότερα για τον προορισμό, που θα αναλαμβάνανε, προσόντα. Τους διδάσκανε τα τούρκικα, τους μυούσαν στους τύπους της μουσουλμανικής λατρείας και στις θρησκευτικές τελετές της κι ύστερα τους ντύνανε ντερδίσηδες και τους εξαποστέλνανε στον Πόντο. Μπαίνανε στα χωριά των κρυπτοχριστιανών σαν κήρυκες του Μωάμεθ. Τη νύχτα λειτουργούσανε μέσα σε κατακόμβες και κρύπτες. Μήνες ολόκληρους οδοιπορούσανε και χρόνια ολόκληρα πολλές φορές, ταλαιπωρούμενοι και αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο σε κάθε τους βήμα. Πολλοί υποκύπτανε στις κακουχίες, άλλοι αναγνωρίζονταν και τότε τελειώνανε με μαρτυρικό θάνατο. Μερικοί είχανε την καλή τύχη να γυρίσουν πίσω στο μοναστήρι τους αλλά και πάλι, αφού κάνανε εκεί την αναφορά τους, σύντομα ξαναφεύγανε σε καινούρια αποστολή. Σε τέτοια μοναστήρια του Πόντου κρατούσαν και κρυπτογραφικούς κώδικες- καταγράφανε σ'αυτούς συνθηματικά την κίνηση των κρυπτοχριστιανών της δικαιοδοσίας ή της περιοχής των» (Πρβλ. Νίκου Ε. Μηλιώρη: Οι Κρυπτοχριστιανοί, έκδοση Ενώσεως Σμυρναίων, Αθήναι 1962, σο. 47-48).
Oι Κρυπτοχριστιανοί τους περίμεναν με προσδοκία και υπομονή. Μόλις έφταναν, όπως περιγράφει ο Μηλιώρης, έπαιρναν τις δέουσες προφυλάξεις και τους οδηγούσαν στο υπόγειο, όπου μέσα σε καλά σφαλισμένα σεντούκια είχαν κρυμμένα τα εικονίσματα που είχαν κληρονομήσει από τους παπούδες και τους πατεράδες τους. Οι κρυφοί αυτοί παπάδες έβγαζαν τα ρούχα των χοτζάδων, έβαζαν το πετραχήλι που είτε το φύλαγαν οι κρυπτοχριστιανοί είτε οι ίδιοι το είχαν καλά κρυμμένο στις αποσκευές τους και τελούσαν όλα τα μυστήρια, γάμους, βαφτίσια, ακόμη και τρισάγια για εκείνους που έφυγαν χωρίς χριστιανική κηδεία.
Τέτοια περιστατικά αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Νικόλαος Βαφείδης με πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες:
«Εκεί βγάλανε από τα κεφάλια τα φέσια και του φιλήσανε με σεβασμό το χέρι. Σε λίγο μπήκανε και οι δυο χανούμισσες. Η πεθερά και η νύφη. Η νύφη κρατούσε στην αγκαλιά της κι ένα νεογέννητο μωρό, που παρακάλεσε τον παπά να της το ευλογήσει. Τον βάλανε πρόχειρο τραπέζι να φάγει, ενώ εν τω μεταξύ μαζεύτηκαν στο σπίτι και αρκετοί συγχωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι τους φιλήσανε το χέρι του παπά και κατόπιν καθήσανε γύρω-γύρω. Αρχίσανε να μιλάνε όχι πια τούρκικα, αλλά ελληνικά, στην ποντιακή διάλεκτο. Και οι περισσότερες κουβέντες ήταν σχετικές με τον Χριστό, την Παναγία και γενικά τη χριστιανική θρησκεία. Ο παπάς κατάλαβε πως είχε να κάνει με κρυπτοχριστιανούς. Μες στην κουβέντα του ήλθε η έμπνευση κι έκανε το σταυρό του. Στη στιγμή τους είδε όλους αδίσταχτα να σταυροκοπιούνται με μεγάλη ευλάβεια. Κι έτσι φανερωθήκανε καθαρά και τότε τον παρακαλέσανε να βαφτίσει το μωρό».
Ξέθαψαν στη στιγμή τα εικονίσματα, τα άμφια που είχαν κρυμμένα και με πολλή κατάνυξη παρακολούθησαν το μυστήριο. Δεν πρόκειται για θρύλους κι ας μοιάζουν. Επιβεβαιώνονται τα τραγικά αυτά περιστατικά από σοβαρότατα ιστορικά στοιχεία, από τη μέριμνα της Εκκλησίας για τους λαθρόβιους αυτούς Ορθοδόξους, όπως τους αποκαλεί ο Μανουήλ Γεδεών, από τους κρυπτοχριστιανούς που φανερώθηκαν με την αναγνώριση της θρησκευτικής ελευθερίας στα 1856.
Πολύ σωστά, η Εκκλησία πρεσβεύοντας ότι «ου τα σχήματα κρίνεται, αλλ' η προαίρεσις», περιέβαλε τους κρυπτοχριστιανούς με την αγάπη της. Πολύ πρώιμα, πριν πέσει η Πόλη, είχε δημιουργηθεί ζήτημα με τον εξισλαμισμό Ελλήνων της Νικαίας. Να τι τους έγραφε ανάμεσα σε άλλα ο τότε Οικουμενικός πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας:
«Ει γάρ και κυριεύουσιν υμών οι εχθροί, αλλά των οικείων ψυχών και της γνώμης αυτοί εαυτών εστέ κύριοι, και της προαιρέσεως υμών εστι, φυλάξαι το καλόν και μη φύλαξαν πλην ως μάθομεν παρά του κριτού, συντηρείσθε και φυλάσσετε τα της χριστιανικής υμών καταστάσεως, εις ο και ασάλευτους και παγίους μένειν ευχόμεθα, ίνα και των επηγγελμένων επιτύχητε αγαθών, ά ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπήσασιν αυτόν εκ ψυχής, και τα σωτηρίους αυτού φυλάξασιν εντολάς, ου η χάρις διαφυλάξαι υμάς».
Και κρυφοί ναοί
Όπως υπήρχαν κρυφοί παπάδες, υπήρχαν και κρυφοί ναοί. Τέτοιοι ναοί είχαν δημιουργηθεί από πλούσιους κρυπτοχριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει την πληροφορία ότι «εις τινα των ιδιωτικών μεγάρων της πρωτευούσης ταύτης σώζονται βυζαντινοί ναοί υπό γην, ους οι κάτοχοι των μεγάρων, οθωμανοί εις το φανερόν, χριστιανοί δε εις το κρυπτόν, περιποιούνται διατηρούντες και ιερέα προς επιτέλεσιν των ιερουργιών». Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τους ναούς αυτούς καταθέτει ο Μελανοφρύδης στην «Ποντιακή Εστία» και θησαυρίζεται στο παραπάνω βιβλίο του Μηλιώρη:
«Στην Παναγία του Γαλατά εφημέρευε ο γέρων παπά Μελέτιος. Πλησιάζουν αι ημέραι του Πάσχα. Μεσάνυχτα, το Σάββατο τον Λαζάρου έξαφνα χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Δυο νεαροί καλοενδεδυμένοι και ευπρεπείς εμπήκαν εχαιρέτησαν με σεβασμόν και τους είπαν:
-Πάτερ, έχομε έναν άρρωστον ετοιμοθάνατο και σε παρακαλούμε να κάμεις τον κόπον να πας να τον μεταλάβεις.
Στην πόρτα, επερίμενεν αμάξι, εμπήκαν και οι τρεις και εξεκίνησαν. Το αμάξι επέρασε τη γέφυρα και χώθηκε στον δαίδαλο των στενών δρόμων της Σταμπούλ, έκαμεν αρκετήν διαδρομήν και εσταμάτησε στην πόρτα ενός μεγαλοπρεπούς μεγάρου. Σε μια πολυτελή αίθουσα τον υποδέχτηκε ένας σεβάσμιος μολλάς. Του προσέφερε καφέ και κατόπιν τον ένευσε να τον ακολουθήσει. Κατέβηκαν πολλές σκάλες και τελευταία εμπήκαν σε μια υπόγεια εκκλησία με καντήλες ολόχρυσες, πολυελαίους, μανουάλια, εικόνες, τέμπλον θαυμάσιον και μέσα ένα πλήθος παρδαλό.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, αξιωματικοί, ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, πασάδες και μπέηδες, σαρικοφόροι σεβάσμιοι γέροντες. Κατάπληκτος ο Μελέτιος προχώρησε προς την Ωραίαν Πύλην. Τότε ο οδηγός του μολλάς του είπε εις άπταιστον ελληνικήν:
-Πάτερ, μην ανησυχείς. Ξέρεις από την ιστορία ότι η συνοικία αυτή έχει εποικισθεί από ελληνικάς οικογενείας κυρίως της αριστοκρατίας του γένους και των γραμμάτων, οι οποίοι εξισλαμίσθηκαν βιαίως. Έκτοτε διετήρησαν αυτοί θέσεις υψηλές εις το Οθωμανικόν Κράτος. Δεν ελησμόνησαν όμως την καταγωγήν των ως Ελλήνων και την θρησκείαν των Πατέρων των. Κρυφά όσο μπορούμε, εξακολουθούμε να λατρεύουμε τον Ιησούν Χριστόν και να εκτελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα Βοηθούμε και το Πατριαρχείο σε στιγμές κρίσιμες. Αυτό λίγοι το ξέρουν. Κάθε χρόνο μαζευόμεθα εδώ να εορτάσουμε το Πάσχα. Εφέτος συ θα είσαι ο εφημέριος μας και μαζί θα εορτάσωμεν τα Πάθη και την Ανάστασιν του Χριστού»...
Να πώς αντιμετώπιζε ο Ελληνισμός τους εξισλαμισμούς της Τουρκοκρατίας, πως επιβίωσε το γένος. Η τραγωδία ήταν και το μεγαλείο του. Το κεφάλαιο κρυπτοχριστιανοί, τεράστιο και βαρυσήμαντο, έχει πολλά να ιστορήσει και πολλά να φανερώσει.
Ι.Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ
|
|