|
 |
Αρχική » Επίκαιρα κείμενα

Κάποτε υπήρχε μιά φτωχή γυναίκα, ή οποία όλη τήν ώρα, ό,τι καλό νά τής συνέβαινε, κοίταζε τόν ουρανό καί έλεγε: «δόξα τώ Θεω». Αισθανόταν πολύ ευγνώμων γιά τό ό,τιδήποτε. Κάπου εκεί κοντά της έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά, λοιπόν, πού περνούσε μπροστά από τό σπίτι τής γυναίκας, τήν άκουγε νά λέει «δόξα τω Θεω. Ευχαριστώ Κύριε». Στήν αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή αυτό άρχισε νά τόν έκνευρίζει. «Πώς μπορεί αύτή ή γυναίκα, τόσο φτωχή, νά ευχαριστεί συνέχεια τόν Θεό;» σκεφτόταν.
Μια μέρα, λοιπόν, όταν ξαναπέρασε μπροστά από τό σπίτι της καί τήν άκουσε νά λέει πάλι «δόξα τώ Θεω», νεύριασε τόσο πολύ, πού είπε στόν υπηρέτη του: «Πήγαινε στό παντοπωλείο καί γέμισε δύο τσάντες τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ’ αυτήν τή γυναίκα καί όταν σέ ρωτήσει, ποιος τά στέλνει, νά τής πεις ότι ό διάβολος τά στέλνει». Έτσι, λοιπόν, έκανε ό υπηρέτης. Τήν επομένη ήμέρα πήγε στό παντοπωλείο, γέμισε δύο τσάντες μέ τρόφιμα καί τά πήγε στή γυναίκα αύτή.
Εφτασε στό σπίτι της καί χτύπησε τήν πόρτα. Εκείνη, μόλις βγήκε έξω καί αντίκρισε τίς δύο τσάντες γεμάτες τρόφιμα, αναφώνησε: «Δόξα τώ Θεώ, ευχαριστώ Κύριε». Ό υπηρέτης τή ρώτησε ανυπόμονα: «Δέν θέλετε νά μάθετε, ποιος σας έστειλε τά τρόφιμα;». «Όχι, παιδί μου, δέν έχει σημασία. Όταν θέλει ό Θεός, καί ό διάβολος τόν υπηρετεί»! Καί παίρνοντας τά τρόφιμα μπήκε μέσα ευτυχισμένη. Ό υπηρέτης έμεινε κατάπληκτος. Τό ίδιο ασφαλώς καί τό αφεντικό του.
Το περιστατικό αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό. Αύτή ή φτωχή γυναίκα, μιά απλή γυναίκα τού λαού, είχε μεγάλη πίστη στόν Θεό καί τήν θεία πρόνοια. Οπωσδήποτε θά προσευχόταν καί θά τόν παρακαλούσε νά τής δώσει «τόν άρτο τόν επιούσιο». Πίστευε στό λόγο τού Χριστού: «Ζητάτε καί θά σάς δοθεί». Στήν έκκλησία είχε ακούσει τήν εύχή τής Θείας Λειτουργίας: «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστί καταβαινον». Ζητούσε, λοιπόν, καί ό Θεός άνταποκρινόταν. Καί τής έδινε ό,τι χρειαζόταν γιά νά ζήσει. Όμως δέν λησμονούσε νά ευχαριστεί τόν Θεό γιά όσα καλά τής έστελνε. Δέν απελπιζόταν. Τόν εύχαριστούσε γιά τήν ύγεία της, γιά τό σπιτάκι πού είχε καί έμενε. Κι άς περνούσε δύσκολα καί στερημένα. Καί ό Θεός δέν τήν ξεχνούσε. «Ό Θεός αργεί, μά δέν λησμονεί». Καί ή φτωχή καί άσημη γυναίκα ήξερε νά περιμένει. Πόσοι από μάς, άραγε, έχουν τήν πίστη τής φτωχής αύτής γυναίκας; Πόσοι από μάς;
Γ.Δ. ΚΟΤΒΕΛΑΣ
|
|