«Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται τον άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του». Αγιος Γέρων Παίσιος



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Ο Ναός μας » Διδακτικά και Ωφέλιμα

 

 

 

Τό Ἱερό καί Θεόπνευστο Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, ἀρχί ζει μέ κάποιες σύντομες ἐπιστολές - ἑπτά τόν ἀριθμόν – τίς ὁποῖες τό Ἅγιον Πνεῦμα, διά τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀπο- στέλλει πρός τούς «Ἀγγέλους», δηλαδή τούς Ἐπισκόπους, τῶν πρώτων ἑπτά Ἐκκλησιῶν, δηλαδή Ἐπισκοπῶν, τοῦ πρώϊμου Χριστιανισμοῦ. Γράφει, λοιπόν, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἐπιστολή πρός τόν «Ἄγγελον» - Ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας - Ἐπισκοπῆς Ἐφέσου. Καί, κατ’ ἀρχάς μέν, τόν ἐπαινεῖ γιά τήν ἀξιόλογη ποιμαντική καί ἱεραποστολική-ἐπισκοπική δράση καί μέριμνά του· κατόπιν ὅμως, τοῦ ἐκφράζει καί ἕνα, κατά κάποιον τρό- πον, παράπονό του, μαζί καί ἔλεγχο· ποιό, δηλαδή; «Ὅτι, τήν ἀγάπην σου τήν πρώτην ἀφῆκας». Καί, συνεχίζοντας, τόν νουθετεῖ, νά ξαναβρεῖ μέσα του, αὐτή τήν πρώτη ἀγάπη, πού εἶχε πρός Αὐτόν, διότι, διαφορετικά, θά τοῦ ἐναντιωθεῖ, παρά τίς τόσες ἀξιόλογες καί θεάρεστες ποιμαντικο- εκκλησιαστικές προσπάθειές του. Αὐτό, λοιπόν, τό συγκεκριμένο ἁγιογρα- φικό χωρίο, νομίζω, ὅτι πρέπει ὅλους μας, νά μᾶς προβληματίσει καί νά μᾶς γίνει ἀφορμή, νά γίνουμε περισσότερο προσευχόμενοι Χριστιανοί, ἐφ’ ὅσον ἡ προσευχή, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη, ἴσως, θεάρεστη χριστια- νική ἐκδήλωση, ἐργασία καί δράση, θερμαίνει μέσα στήν καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ, τήν «πρώτην ἀγάπην» πρός τό πρόσωπον, τό ἐράσμιον, τοῦ Χρι- στοῦ μας, τοῦ “κάλλει Ὡραίου”. Μιάν ἀγάπη, πού –ἴσως– γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, ἤ ἔχει ἀτονήσει ἤ ἔχει ἐντελῶς σβήσει ἤ –καί, φοβᾶμαι, αὐτό εἶναι τό συνηθέστερο– ἔχει ὑποκατασταθεῖ μέ τήν προσήλωση καί τό δόσιμό μας σέ πολλές καί εὐθυνοβριθεῖς καθημερινές μέριμνές μας, κατά πάντα θεάρεστες καί ἐπιβεβλημένες. Καί –ὄντως– ἀλλοίμονο στόν κάθε κατηγορίας καί τάξεως «Ἐργάτην τοῦ Ἀμπελῶνος Κυρίου», ἀλλά καί σέ κάθε πιστό, ἐκκλησιαζόμε- νο καί μυστηριακήν διάγοντα ζωήν, ἀλλοίμονο, λέγω, ἐάν δέν «εὐαγγελί- ζεται»· ἐάν δηλαδή δέν κοπιάζει, ἀπό τήν θέση καί τήν ἰδιότητα, πού τόν ἔταξε ὁ Θεός, μέσα στήν στρατευομένη Ἐκκλησία Του, γιά τήν διάδοση καί ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου. «Οὐαί μοι, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι», κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον. Ἀλλά –ὡς μή ὤφελε– ἀλλοίμονο, ἐάν αὐτό τό ὁλοκληρωτικό καί θε- άρεστο δόσιμο, ὑποκαταστήσει –ἀκουσίως, ἀσυνειδήτως καί δυσδιακρί- τως– τήν, διά τῆς προσευχῆς, θερμαινόμενη «πρώτη ἀγάπη» πρός τόν Νυμφίον Χριστόν, «τόν κάλλει Ὡραῖον, παρά πάντας ἀνθρώπους». Ὁπότε –φοβᾶμαι– ὅτι «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν».

Καί, δικαιολογημένα, ἴσως, θά διερωτηθεῖ κανείς: Εἶναι δυνατόν, ὁ  κατά πάντα τρόπον, ἐργάτης τοῦ Ἀμπελῶνος τῆς Ἐκκλησίας, νά ἔχει λησμονήσει ἤ ἀφήσει τήν «πρώτην», Θείαν ἀγάπην; Ἀδύνατον! Νά, ὅμως, πού τό ἴδιο τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Θεός, μᾶς διαψεύδει, μέ τό ἀνωτέρω ἀνα- φερθέν χωρίον τῆς Ἱερᾶς Ἀποκαλύψεως. Ἕνα χωρίον, πού ἀφορᾶ, ἕν τιν μέτρῳ, ὅλους μας. Δεδομένου μάλιστα, ὅτι ἡ πρώτη Θεία Ἐντολή εἶναι: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου…». Γι’ αὐτόν τόν λόγο, σκέφθηκα, σάν ἁπλός μοναχός καί ἐν Χριστῷ ἀδελφός σας, παρά τήν ὅποια ἀκαταλληλό- τητά μου, νά σᾶς ἀπευθύνω λόγο ἀδελφικό, λόγο καλογερικό, γιά νά ἀγα- πήσετε καί νά θελήσετε νά καλλιεργήσετε, στά μέτρα τῶν καθημερινῶν σας –περιορισμένων, βεβαίως, ἐξ ὁρισμοῦ– δυνατοτήτων, τήν Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» (ἤ «ἐλέησον ἡμᾶς» κατά περίστασιν). Ἐκ τῶν προτέρων, πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι ἡ ὅλη σωτηριώδης καί θεο- παράδοτη ἐργασία τῆς προσευχῆς, οὔτε ἐξαντλεῖται οὔτε περιορίζεται στά συγκεκριμένα πλαίσια τῆς συγκεκριμένης εὐχῆς. Καί, ἑπομένως, περιττεύει νά λεχθεῖ, ὅτι οἱ μοναχοί, οἱ τυχόν ἀναφερόμενοι, προφορικῶς ἤ γραπτῶς, στό περί οὗ ὁ λόγος θέμα, κατ’οὐδένα τρόπο μονοπωλοῦν, διά τῆς Εὐχῆς, τήν, εὐρυτέρου φάσματος, ἐργασία τῆς προσευχῆς. Αὐτά, ἐξ ἀρχῆς, πρός ἄρσιν πάσης παρεξηγήσεως. Πράγματι, μέ πολλούς καί ποικίλλους τρόπους, μπορεῖ ὁ Χριστιανός, πού θέλει τήν σωτηρία του, νά προσεύχεται· καί αὐτό εἶναι τό ζητούμενον· νά εἶναι, δηλαδή, προσευχόμενος ἄνθρωπος. Εἰδικότερα, στήν σύγχρονη καί –μέ πλῆθος κρίσεων– κοινωνία μας, πιστεύω, ὅτι ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανός, ἐκμεταλλευόμενος, ἀκριβῶς, αὐτή τήν πνευματική φτώχεια τῆς ἐποχῆς μας, - κατά τό γνωμικόν, «ἡ πενία τέχνας κατεργάζεται» - καθίσταται προσευχόμενος, ἄν θελήσει. Εἴτε παρακολουθῶντας καί μετέχοντας –μέ θυσία ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς ἀναγκαίας καί ἐπιβεβλημένης ἀνθρωπίνως, ἀναπαύσεώς του– σέ κά- ποια Ἱερή Ἀκολουθία στόν Ναό τοῦ Κυρίου, εἴτε ἀνάβοντας ἕνα κεράκι καί προσκυνῶντας μιά Ἁγία Εἰκόνα, περνῶντας βιαστικά –πάλι μέ θυσία τοῦ πολύτιμου χρόνου του– ἀπό κάποια Ἐκκλησία, εἴτε ἀνάβοντας στό σπίτι του τό καντηλάκι του καί θυμιάζοντας τίς Εἰκόνες τοῦ Εἰκονοστασί- ου του, εἴτε διαβάζοντας –ἔστω καί τμηματικά– κάποια προσευχή ἀπό τό Προσευχητάριο, μαζί μέ τήν οἰκογένειά του - ἤ ἔστω καί μέ ἕνα –δύο μέλη αὐτῆς– ἐάν αὐτό εἶναι κατορθωτό, εἴτε κοιτάζοντας σιωπηλά καί μέ πόνο ψυχῆς κάποια Ἱερή Εἰκόνα καί ἐκφράζοντας («χωρίς λόγια») τόν πόνο καί τήν θλίψη, πού τόν διακατέχουν, πρός τό Εἰκονιζόμενο Ἱερό Πρόσωπο, εἴτε μετέχοντας –πρός δόξαν Θεοῦ– σέ ὠφέλιμες ἐνοριακές ἐκδηλώσεις καί προσκυνήματα, εἴτε καί διαβάζοντας, ἁπλῶς, κάποιο βιβλίο, πού τοῦ διεγείρει τόν πόθο γιά προσευχή καί μετάνοια, εἴτε … εἴτε … εἴτε …

λα, λοιπόν, τά ἀνωτέρω –καί ἄλλα παρόμοια– τί ἄλλο μπορεῖ νά εἶναι, ἄν ὄχι προσευχητικές ἐκδηλώσεις καί μαρτυρίες; Ὅμως, πρέπει νά ὁμολογήσουμε, ὅτι ὅλα αὐτά, τά ὄντως καλά καί θεάρεστα, οὔτε πάντοτε εἶναι δυνατόν, νά τά βιώνει ὁ σύγχρονος Χρι- στιανός, ἐπί καθημερινῆς βάσεως, λόγω πολλῶν μεριμνῶν, οὔτε πάντοτε ἐγγυῶνται μιά πραγματική καί –κατά τό δυνατόν– μόνιμη θέρμανση τῆς πρός τόν Χριστόν μας ἀγάπης. Γι’αὐτό καί στρεφόμαστε καί ἐπιμένουμε στήν καλλιέργεια τῆς Εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ὁποία εἶναι μία, κατά κάποιον τρόπον, εὔκολη, φθηνή καί ὀλι- γοδάπανη πνευματική «θερμάστρα», πού ὅλοι οἱ Χριστιανοί, μποροῦν καί πρέπει, νά τήν κάνουν κτῆμα τους, ὅσες μέριμνες κι ἄν ἔχουν. Εἶναι –ἴσως– πιό ἁπλό, ἀπ’ ὅ,τι μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς. Εἶσαι –ἄς ποῦμε– σέ κάποιο συγκοινωνιακό μεταφορικό μέσο ἤ στήν ἀναμονή αὐτοῦ; Τί σέ ἐμποδίζει, ἐκεῖ, στήν διάρκεια τῆς διαδρομῆς ἤ τῆς ἀναμονῆς, νά μετατρέψεις, τόν πόνο σου καί τήν ὅποια θλίψη σου, σέ προ- σευχή, λέγοντας, ἁπλά καί μυστικά, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ …»; Εἶσαι στό κατάστημά σου, στό ἐργοστάσιό σου, στόν στρατώνα σου, στόν τόπο, γενικά, τῆς ἐργασίας σου καί σοῦ τύχει κάποια ὀλιγόλεπτη ἀνάπαυλα; Τί σέ ἐμποδίζει νά κάνεις τήν ἀγωνία σου προσευχή καί τήν μέριμνά σου ἱκεσία, λέγοντας, ὅπως μπορεῖς – μυστικά ἤ ψιθυριστά – τήν Εὐχή; Εἶσαι ὑποψήφια μητέρα - ἤ καί ἔγινες ἤδη – καί τί σέ ἐμποδίζει, νά σταυρώνεις, μέ τό μητρικό σου τρόπο, τόν καρπόν τῆς κοιλίας σου, ψιθυ- ρίζοντας τήν Εὐχή καί ἁγιάζοντας, ἔτσι, ἐσένα καί τό σπλάχνο σου; Ἔπειτα, τό τρέφεις, τό μεγαλώνεις, τό φροντίζεις μέ ἀμέτρητες θυσίες, κόπους, ξενύχτια καί φροντίδες. Γιατί ὅλα αὐτά, τά θεάρεστα καθήκοντά σου, νά μήν συνοδεύονται καί νά μήν ἐξαγιάζονται μέ τήν Εὐχή; Ἔτσι, καί τό παιδί σου μαθαίνει νά προσεύχεται. Πλένεις τά πιάτα ἤ κάνεις κάποια σπιτική – σχετικά ἥσυχη καί ἤρεμη - ἐργασία; Διάνθισέ την μέ τήν Εὐχή. Πέφτεις νά κοιμηθεῖς, κατάκοπος ἀπό φροντίδες, κατάφορτος ἀπό θλίψεις καί ἀδικίες πού σέ πότισε ἡ ἡμέρα σου καί βιώνοντας μέχρι μυελοῦ ὀστέων τήν κάθε εἴδους κρίση τῆς κοι- νωνίας, σέ σημεῖο μάλιστα, πού οὔτε μιά μικρή Προσευχή νά μήν μπορεῖς νά πεῖς, «πρός ὕπνον ἀπιοῦσιν»; Ἡ Εὐχή θά τά ἀντικαταστήσει ὅλα.

Πές την, ἁπλά, ταπεινά, μέχρι νά σφαλίσει τά μάτια σου ὁ εὐεργετικός ὕπνος. Κι αὐτό, Ἀπόδειπνο εἶναι· κι αὐτό προσευχή εἶναι. Νοιώθεις τήν ὅποια ἐμπάθεια, τρεπτότητα, μικρότητα, πληγή καί ἁμαρτωλότητά σου; Ἅρπαξε, λοιπόν, τήν εὐκαιρία αὐτή· ἴσως, νά μήν τήν ξαναβρεῖς. Πές, μέ πόνο ψυχῆς τήν Εὐχή καί ὁ Χριστός μας, ὁ διά τῆς Εὐχῆς ἐπικαλούμενος, θά ἐπιβλέψει στήν τελωνική δέησή σου· στήν ταπείνωσή  σου. Αὐτό τό «ἐλέησόν με», πές το ταπεινά, τελωνικά. Αὐτό εἶναι τό ζητού- μενον. «Ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με ὁ Κύριος», λέγουν οἱ Ψαλμοί. Ἀλλά καί ὁ πρῶτος ὕμνος τοῦ Τριῳδίου: «Ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελω- νικῶς, διά νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν, ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἑτοιμάζεσαι νά προσέλθεις στό Ἅγιον Ποτήριον; Ποιά καλύτερη προ- ετοιμασία ὑπάρχει, ἀπό τήν Εὐχή, τήν ὥρα πού «βαδίζεις πρός Θείαν Κοι- νωνίαν»; «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καί τό ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσο- μαι». Τό ἴδιο ἰσχύει καί ὅταν ἑτοιμάζεσαι γιά νά προσέλθεις στό μυστήριον τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως. Ἀλλά, ἄς μή μακρηγοροῦμε περισσότερο· ὅταν ὅλα τά ἀνωτέρω –καί ἄλλα πολλά, πού ἡ πνευματική μας πενία, ὡς τέχνας μπορεῖ νά κατεργαστεῖ– ἐπιστρατευθοῦν καί στραφοῦν σέ μιά –ἔστω ὀλιγόλεπτη, ἀλλ’ ἐπί καθημερινῆς βάσεως– καλλιέργεια τῆς εὐχῆς, αὐτή ἡ καλλιέργεια, μέρα μέ τή μέρα, «τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος», θά μᾶς βοηθήσει νά ξαναβροῦμε –ἤ, ἴσως, νά βροῦμε γιά πρώτη μας φορά– τήν ἀγάπην μας τήν πρώτην (σάν ἐκείνην «τήν στολήν τήν πρώτην»), σάν ἕναν ἀρραβῶνα τῆς Μελλούσης Ζωῆς καί Βασιλείας. Μά, ἀκόμα κι αὐτή ἡ, ἐκ Θεοῦ εὐλογημένη, ἀγάπη τῶν δύο «πρός γάμου Κοινωνίαν ἀλλήλοις συναπτομένων» Χριστιανῶν, ἀπό ἐκείνη τήν «πρώτην ἀγάπη» πηγάζει καί σ’ αὐτήν πρέπει νά καταλήγει, ἐάν πρόκειται περί ἐν Χριστῷ εὐλογημένου γάμου. Ἐάν δέ, πρέπει νά ἀναφερθοῦμε στούς πνευματικούς ταγούς τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας, τούς κληρικούς, οὐδείς ὁ λόγος. Αὐτοί ὀφεί- λουν, ὑπέρ πάντα ἄνθρωπον, νά καταστοῦν, διά τῆς Εὐχῆς, πύρινα Σερα- φείμ, ὅταν «κυκλώνουν τό θυσιαστήριον», «ἐνδεδυμένοι τήν τῆς Ἱερατεί- ας Χάριν». Ἀλλά καί ὅταν ποικιλλοτρόπως μεριμνοῦν γιά τό «ἐμπιστευθέν αὐτοῖς» πνευματικό ποίμνιό τους, ἡ εὐθυνοβριθής αὐτή ἐργασία τους, ἄν δέν καταστέφεται καί συνοδεύεται ἀπό τήν Εὐχή, τήν θερμαίνουσαν τήν «ἀγάπην τους τήν πρώτην», θά τούς ὁδηγήσει –ἀλλοίμονο– στήν θέση τοῦ «Ἀγγέλου» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου. «Πρόσχωμεν», λοιπόν, σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί, «Τά Ἅγια» (δηλαδή, τά Ἄχραντα Μυστήρια) «Τοῖς Ἁγίοις», τό δίχως ἄλλο. Ἡ Θεία Λειτουργία, ὅμως, τῆς καρδιᾶς, δηλαδή ἡ Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, γιά ὅλους μας ἀξίους –ἀναξίους– ἁγίους καί ἐναγεῖς. Κανείς μας νά μήν μείνει ἀμέτοχος αὐτῆς τῆς σωτηριώδους ἐργασίας, προφασιζόμενος προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις. Ἡ Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι πηγή ὕδατος ζῶντος, ἀδαπάνητη. «Γεύσασθε», λοιπόν καί θά ἀντιληφθεῖτε μό- νοι σας, πόσο θά ἀλλάξει ἡ πονεμένη ζωή σας. Οἱ κρίσεις θά συνεχίζονται· ἀλλ’ ἐσεῖς, μέ ἄλλα μάτια θά τίς βλέπετε καί διαφορετικά, τότε, θά τίς βιώνετε.

Οἱ θλίψεις καί καταθλίψεις, οἱ ἀσθένειες, τά ἀτυχήματα καί δυστυχήματα, οἱ σωματικές καί ψυχικές ἀναπηρίες, καθώς καί οἱ ἄωροι θάνατοι προσφιλεστάτων σας προσώπων, οἱ ἀδικίες καί ἀχαριστίες καί προδοσίες συζύγων, ἐργοδοτῶν, προϊσταμένων, ὑφισταμένων, συνεργατῶν, συναδέλφων καί τόσων ἄλλων, πού εὐεργετήθηκαν ἀπό σᾶς καθώς καί τόσα ἄλλα, περί τῶν ὁποίων «ἐπιλείψει με διηγούμενον ὁ χρόνος», ἔχουν κατα- στήσει τίς καρδιές καί τίς ψυχές σας, εὔπλαστες καί εὐκατάνυκτες. Σάν τό κερί. Σάν τήν Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ τήν Εὐχή, πέφτουμε νοερά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, σάν τήν Χαναναία. Τοῦ κράζουμε «ἐλέησόν με· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Μιά φράση, πού, μεταφορικῶς, ἀπηχεῖ ὅλα τά βιώματα καί τίς ἐμπειρίες, πού πιό πάνω μόλις, ἀναφέρθηκαν. Ἄς χαραχτοῦν, λοιπόν, στίς εὔπλαστες, σάν τό κερί, ψυχές σας, τά λόγια τῆς Εὐχῆς. Πρακτικά καί μηχανικά, στήν ἀρχή, στό πρῶτο ξεκίνημα. Νοερά, ταπεινά καί ἀγαπητικά, στή συνέχεια. Ἔτσι, ὁ κάθε Χριστιανός, θά «εἰκονίζει μυστικῶς» τόν Ἀπόστολο Πέτρο, πού «ἐλυπήθη» καί ἡ λύπη του αὐτή, ἔγινε ἀγάπη: «Κύριε, σύ πάντα οἶδας· σύ γινώσκεις, ὅτι φιλῶ σε» νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτή εἶναι, τελικά, ἡ ζητουμένη «πρώτη ἀγάπη», πού ἀρχίζει ἀπ’ αὐτήν ἐδῶ, τήν πολυστένακτη ζωή μας, στήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν «ἀνέσπερον ἡμέραν τῆς Βασιλείας» Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ᾯ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν. Εὔξασθε καί ὑπέρ ἡμῶν, ἀδελφοί.

 

Μέ ἀγάπην Χριστοῦ Μοναχός Νεκτάριος

Κελλίον Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA