«Δε χρειάζομαι να διαβάσω εφημερίδες (…) από τη συμπεριφορά του περαστικού στο δρόμο, μπορώ να πληροφορηθώ καλύτερα από κάθε εφημερίδα ποιοι είμαστε, που πάμε…» Μίλτος Σαχτούρης



Ιερές Ακολουθίες του μήνα
Αρχική » Νεότητα » Συμβουλές

 

 

 

Στης Ανατολής τα μέρη

εγεννήθη ένα αστέρι

των Αγίων θαυμαστό,

απ’ τους ευσεβείς γονείς του

θησαυρό σεμνής ψυχής του

φύλαγε ξεχωριστό.

 

Ο Νικόλαος παιδιόθεν

φρόνιμος και συνετός,

της δικής του ηλικίας

δε συναναστρέφετο

συνομήλικούς του φίλους

να ευτραπελίζεται,

αλλ’ ηγάπα τους φρονήμους

γέροντες είχε παρέα,

που για ένα μικρό νέο

αυτό δεν συνηθίζεται.

 

Κι όταν ενηλικιώθη,

ήρθε η ώρα να τον γράψουν

εις το στρατιωτικό·

για την τόση του ανδρεία

ευτολμία, σωφροσύνη,

ο Νικόλαος κατέστη

πανταχού ονομαστός.

 

Άκουσε κι ο βασιλέας

ο Λέοντας τότε ο τρίτος,

την καλή αυτού τη φήμη

δι’ αυτά πληροφορηθής

στο βασιλικό παλάτι

τότε τον καλεί ευθύς.

 

Και όταν είδε τον Νικόλαο

με κρίση τόσο ικανή,

αξίωμα Δουκός του δίνει!

Την ψυχή του βασιλιά του

συγκινούσε όσο κανείς.

 

Του έδωσε και επαρχία

να του υποτάσσονταν

σ’ αυτόν όσοι στρατιώτες

εκεί κατατάσσονταν.

 

Κι αφού έλαβε εξουσία

να είναι ο ηγεμόνας,

δεν έπαυε κάθε μέρα

καλοκαίρια και χειμώνες,

τους στρατιώτες να γυμνάζει,

τους πολέμους να ερμηνεύει

κι όλα τα επιτήδεια,

μα πάνω απ’ όλα να διδάσκει

με χριστιανική ακρίβεια

τα έργα Θείας πολιτείας

του Χριστού και τάξεως,

Χριστό πώς να μαγνητίζουν

να Τον έχουν βοηθό τους

εναντίων των εχθρών τους,

για να είναι ο καθείς τους

στη ζωή του άξιος.

 

Πολλές φορές, τους διηγήτο

ιστορίες, ανδραγαθίες,

τρόπαια των παλαιών,

με πιο τρόπο πολεμούσαν

μ’ αρχηγό τους το Χριστό,

τους αντίπαλους νικούσαν

φρούρια πολλά και πόλεις

και πώς τα κυρίευαν,

μα πάνω απ’ όλα νουθετούσε

νάχουνε φόβο Θεού!

Κι όπου πάν’ ή οδηγηθούνε

ποτέ να μην αδικούνε

πλούσιο ή και φτωχό·

γι αυτό ο στρατός του Νικολάου

απ’ όπου κι αν περνούσε

ήτανε ξεχωριστός.

 

Τον καιρό λοιπόν εκείνο

και περί το έτος τότε

επτακόσια είκοσι,

μέρος είπαν της Θεσσαλίας

ότι αποστάτησε

και στον βασιλέα εκείνο

Λέοντα εικονομάχο

πως δεν υποτάσσονται.

Κι ανέβηκαν στα μέρη

ψηλά στη Μακεδονία·

πολλούς τους αιχμαλωτίζαν,

λεηλατούσαν με μανία,

ώσπου ο Ίσαυρος τους στέλνει

παντού διατάγματα·

να προσέλθουν οι τοπάρχες

μ’ όλα τα στρατεύματα

κι ένας εξ’ αυτών που ήταν

ο Δούκας Νικόλαος,

στη Θεσσαλονίκη εστάλη

συγκροτήσας πόλεμον

και υπέταξε τους πάντες

κει τους Θεσσαλονικείς.

Υποσχέθηκαν να δίνουν

τον διατεταγμένο φόρο

της Βασιλικής τιμής.

 

 

 

 

Η αναχώρηση του Νικολάου

από τα εγκόσμια

 

 

 

Κι έτσι φεύγει ο Νικόλαος

με άνεμο ούριο,

φτάνοντας στη Λάρισα

όπου ήταν φρούριο

όμορφο καλλωπισμένο

με πύργους πολύ δυνατούς,

μα εκεί δεν ημπορέσαν

να υποτάξουν τους εχθρούς.

 

Βλέποντας πολλούς δικούς του

τώρα να φονεύονται,

να νικάνε οι εχθροί του

να υπερηφανεύονται,

σκέφτηκε τί θα ωφελήσει

αν κι αυτός θανατωθεί;

κι απ’ τ’ αξίωμα του Δούκα

τώρα αδικοσκοτωμένος,

τί η ψυχή θα ωφεληθεί;

«Κάλιο νάμαι ιδιώτης»

σκέφτηκε αστραπιαία…

Κι αν αφανιστεί η ζωή μου

τώρα τόσο άκαιρα,

τί απολογία θα δώσω;

τί έργα θα παρουσιάσω

πίστης μου και προσευχής;

δεν αξίζει όλον τον κόσμο

την ψυχή σου αν δεν τη βρεις

με Θεό να την ποτίσεις

και αιώνια να ζήσεις!

 

Ας πάω λοιπόν να ησυχάσω,

να βρω τόπο έρημο,

να αναλογιστώ να κλάψω

για κάθε αμαρτία μου,

μήπως κι η μετάνοια γίνει

του σωσμού η αιτία μου.

Ίσως παρά του Κυρίου τύχω

συγχωρήσεως

και το Έλεός Του νάβρω

εν ημέρα κρίσεως.»

 

«Ποιά τιμή έχει το κορμί μου;

ποιά ωφέλεια η ψυχή μου

αν πεθάνω εδώ μοιραία;»

Είπε κι έκατσε σε μια άκρη

από πόνο λυπημένος·

όχι επειδή είχε χάσει,

μα πολύ συντετριμμένος

γιατί είχε εννοήσει,

πόσο αξίζει μια ψυχή

να αγωνιστεί, να προσπαθήσει,

στο Θεό να αφιερωθεί.

 

Και δεν είχε καταλάβει

από την αφοσίωσή του

στις ουράνιες σκέψεις του,

πως τον είχανε κυκλώσει

δώδεκα απ’ τους στρατιώτες·

φύγαν απ’ τις θέσεις τους

και του είπανε πως θέλουν

τώρα αμέσως να τους πει,

τι σκεπτόταν κι η μορφή του

και τα δακρυσμένα μάτια

είχαν τόσο αλλοιωθεί!

 

– Παλληκάρια μου θα φύγω…

θα κρυφτώ για να μονάσω·

δεν αξίζει μες τη μάχη

τη ζωή μου εδώ να χάσω!

Κάλιο είναι να την προσφέρω

στο Χριστό μου που λατρεύω,

την ψυχή μου να δαμάσω

κι έτσι να εκπαιδευτώ,

να ‘μαι Εκείνου στρατιώτης

Αυτόν να μη Τον προδώσω·

κι είμαι αποφασισμένος

σώμα και ψυχή να δώσω!

 

– Κι εμείς θα ‘ρθουμε μαζί σου!

Μας το πέρασες στο αίμα·

τόσα χρόνια μας διδάσκεις

ο Χριστός δεν είναι ψέμα!

Σήκω και σ’ ακολουθούμε

όπου πας μαζί θα ‘ρθούμε.

 

 

 

Στα Βούνενα

 

Κι επορεύοντο αντάμα

την ουράνια οδό,

ψάχνοντας μέρος ωραίο

που το βρήκαν καθ’ οδόν,

ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης,

Μιχαήλ και Αρμόδιος,

ο Δημήτριος, ο Ακίνδυνος,

Παγκράτιος και Θεόδωρος,

Χριστοφόρος, Παντολέων

και ο Αιμιλιανός,

ο Ναβούδιος και εμπρός τους

ο Νικόλαος αρχηγός!

 

Και στα Βούνενα βρεθήκαν

όρος ‘κει της Θεσσαλίας,

μέσα σε ωραίο δάσος

με θαυμάσια κελλία,

πέρα ‘κει κάτω στο λόγγο

που ήταν και αναχωρητές,

που τους είδε και εχάρη

γιατί τόσα είχε να μάθει

από τέτοιους ασκητές.

 

Σαν τον έβλεπαν εκείνοι

πως κοπίαζε με θάρρος,

με αγρύπνιες και νηστείες

ο αγωνιστής φαντάρος,

όλο τον παρακινούσαν

σε μεγάλα αθλήματα,

διηγούμενοι σ’ εκείνον

ωφελή διηγήματα.

 

Τον αγάπησαν απείρως

με κατά Θεόν αγάπη.

Σε πολλά δαιμόνια έγινε

το μεγάλο τους αγκάθι,

που εκδίκηση ζητούσαν

εξεγείροντας βαρβάρους,

τους εχθρούς της πίστεώς μας,

τους αθέους τους Αβάρους.

 

Από τη Δημητριάδα

ως το Βόλο, Φάρσαλα

και μετά στην Ελασσώνα

αίμα έρρεε θάλασσα

αυτών που δεν προσκυνούσαν

τ’ άχρηστα τα είδωλα

και τους στέλναν στην πατρίδα

του Ουρανού, αναμφίβολα!

 

Κι όταν όλα αυτά γινόνταν

τα μαρτύρια των πιστών,

ο Νικόλαος βρισκόταν

στο βουνό των ασκητών,

‘κει στα Βούνενα στη σκήτη

μετά τον εσπερινό,

ο Άγιος με πολύ χάρη

πάντοτε τους μίλαγε·

το Χριστό μες την καρδιά τους

ζωντανό Τον φύλαγε.

 

Τώρα ήρθαν προς τη Δύση·

κυριεύσαν τόσες πόλεις!

Η κακία τους απ’ έξω

τίποτα να μην αφήσει.

Ένα βράδυ εφανερώθη

λαμπερός ανάμεσά τους

μέγας άγγελος Κυρίου,

που σπαρτάρησε η καρδιά τους

και τους είπε… «Ετοιμαστείτε!

Να αγωνίζεστε με βία.

Λίγες μείναν μόνο μέρες

να ‘μπετε στη Βασιλεία

και να λάβετε βραβεία

των γενναίων αθλητών,

τα αμάραντα στεφάνια

των μαρτύρων ασκητών».

 

Είπε και εξηφανίσθη·

μα αυτοί τόσο χαρήκαν

απ’ τα υπέροχα τα νέα

κι απ’ τα λόγια τα άρρητα,

που αγωνίζονταν με θάρρος

τώρα πιο εντατικά,

με νηστείες, με αγρύπνιες,

με έμπρακτη μετάνοια τους

και με δάκρυα που ποτίζαν

τα λαμπρά στεφάνια τους.

 

 

Οι στρατιώτες μαρτυρούν

 

Έπειτα από λίγες μέρες

έμαθαν οι βάρβαροι,

οι αιμοβόροι άγριοι κύνες

που λέγονταν Άβαροι,

πως στα Βούνενα ‘κει ζούσαν

του Κυρίου ασκητές,

που ακατάπαυστα υμνούσαν

έναν μόνο Κύριο·

κι απ’ την ώρα που το μάθαν

«άρχεται Μαρτύριον».

 

Αρματώθηκαν και πήγαν

για να τους σκοτώσουνε,

μες τα άχαρά τους χέρια

άρπαξαν μαύρα μαχαίρια,

με αίμα αθώο τις ψυχές τους

κι άλλο να λερώσουνε!

Να πνιγούνε στις κολάσεις

από τα μαρτύρια

που σ’ αυτούς δημιουργούσαν·

φρικτά κολαστήρια!

Ο Νικόλαος προαισθάνθει

πως σε λίγο φθάνουνε

και επειδή το οσφραινόταν

τι σε αυτούς θα κάνουνε,

νουθετούσε τους στρατιώτες

με αγωνία, μα ήρεμα,

μη δειλιάσουνε μπροστά τους

στα θεριά τα ανήμερα.

 

«Μη φοβάστε παλληκάρια!

τώρα γίνετε λιοντάρια

αυτοί να σας φοβηθούν!

Δείξτε τους τί είναι πίστη

και θυσία προς τον Κτίστη

που απ’ αυτήν θα νικηθούν!

 

Μη φωνάξετε, μην κλάψτε,

ένα δάκρυ να μην στάξτε·

μην τους δικαιώσετε!

Ψάλλετε και τραγουδάτε

ώσπου να ματώσετε,

γιατί τώρα ήρθε η ώρα

τι είναι ανδρεία για να δούνε

και πώς λάμπουνε τα αστέρια

της Ουράνιας Βασιλείας

που αυτοί δε θα τη δούνε!

 

Σας το λέω δε θα νοιώσετε

πόνο από τα μαρτύρια·

άνωθεν θάρθει βοήθεια!

Αδελφοί συγκεντρωθείτε…

τους ακούτε τους παιάνες

απ’ τα νικητήρια;

 

Αυτά έλεγε ο Άγιος

και τους έκανε όλους φως!

Ώσπου φθάσαν οι Βαρβάροι·

άσπλαχνα και ανηλεώς

τους αρπάζαν και τους σπάγαν

κόκκαλα με ραβδισμούς!

Τους εγδέρνανε τις σάρκες…

μα αυτοί το νου τους είχαν

πια μόνο στους ουρανούς.

 

Τι πληγές και πόσο αίμα

σαν πηγή ανέβλυζε

και το στόμα των βαρβάρων

το Θεό πόσο έβριζε,

Αυτόν που τους είχε κάνει

άτρωτους, ανίκητους,

το Θείο φως της προσευχής τους

που ‘βγαινε από τις μορφές τους

ήτανε η νίκη τους!

 

Κόβανε το λάρυγγά τους

με τα κοφτερά σπαθιά τους,

μ’ αυτός ανοιγόκλεινε!

Και μες τη βραχνή γαργάρα

αφρισμένο όλο το αίμα

τους ψαλμούς δε χόρταινε!

 

Ήταν τόσο δοξασμένο

μα και τόσο γάργαρο,

που η ομορφιά του η τόση

τρέλαινε τον Βάρβαρο.

 

Μη αντέχοντας να βλέπουν

αρετές να τους διέπουν,

τους αποκεφάλιζαν!

Με θυσίας τον καπνό τους

τον Θεό λιβάνιζαν!

 

 

 

ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

 

Θόλωσαν αυτοί σαν είδαν

τον Νικόλαο τον νέο.

Ήτανε τόσο ωραίος

που έμειναν εξτατικοί…

Βλέποντας την τόση ανδρεία,

τη μορφή του την αγία και…

αλλάζουν τακτική!

 

Με αισχρές ραδιουργίες

άρχισαν τις κολακείες

τώρα και τον επαινούν!

Και ξεχνούν πως οι λεβέντες

δε λυγίζουν σε αφέντες,

για Θεό όταν πονούν.

 

Κι αφού είδαν και αποείδαν

το Νικόλαο που γελούσε

κι ότι με υποσχέσεις τόσες

κανείς δε τον ξεγελούσε,

τον ρωτάνε τελευταία,

άγρια αυτή τη φορά·

τα είδωλα αν προσκυνήσει

κι απαντάει θαρρετά!

 

«Βλέπετε πως… θα λυγίσω;

ή το αίμα μου θα χύσω

όπως όλοι οι σύντροφοι;

ήδη νίκησα τον όφη

που εσάς σας τύλιξε!

Είμαι ελεύθερος! Προσκυνάω

τον Θεό μου που αγαπάω

κι η αγάπη Του για μένα

μπρος σας δε με λύγισε.

 

Και σεις τώρα είστε οι θύτες

και του σατανά οπλίτες,

μα δε με πιστεύετε.

Ο Θεός μου θα νικήσει!

Θα γίνει το θέλημα Του,

στην αιώνια αγκαλιά του

αφού θα με θέσετε.»

 

Τον άρπαξαν σαν ερίφι

των δαιμόνων τόσα στίφη

κι άρχισαν να τον χτυπούν!

Τα μαστίγια φωτιά πήραν

απ’ το μίσος του κακού.

 

Τον κλωτσούσαν, τον εδέρναν,

του χτυπούσαν τα σαγόνια

και τις σάρκες του όλες γδέρναν

δίχως οίκτο και έλεος!

Τον εσέρνανε στο χώμα,

μα αυτός άντεχε ακόμα!

Ίσως και να προσευχόταν

μη θυμώσει ο Κύριος του·

να τους δείξει έλεος!

Τόσο αίμα πότισε γύρω

τη μαρτυρική του γη,

μα αυτός μιλούσε ακόμα

κι άκουγαν όλοι εκεί.

 

«Σχήμα ανθρώπου έχετε μόνο,

μα δεν έχετε καρδιά!

Πόσο άραγε τυφλοί είστε

που δεν βλέπετε μπροστά σας

τη δική μου τη χαρά;

ούτε καν τον Κύριο μου

που μου παίρνει όλο τον πόνο,

δε Τον βλέπετε; λυπάται

την κατάντια σας και μόνο!

 

Γίνεται άνθρωπος ν’ αντέξει

τόσο ξύλο τόσο πόνο

δίχως τη βοήθεια Του;

απ’ το γδάρσιμο και μόνο

θα ‘χε σπάσει η καρδιά του!

Χύσατε όλο μου το αίμα,

μα εγώ ακμαιότατος!

Δεν υπάρχει από τούτον

θάνατος ανώτερος!»

 

Τον επιάσαν με μανία

και τον δέσανε στο δέντρο·

τον τοξεύανε σαν κέντρο

με δικό του ακόντιο.

Κουραζόντουσαν, αλλάζαν,

οι βασανιστές τρομάζαν,

τα μαστίγια τους σπάζαν,

μα ο Νικόλαος πού να αλλάξει!

 

Άλλο αίμα δεν υπήρχε

απ’ το σώμα του να στάξει·

το μαρτυρικό του δέντρο

όλο το αποθήκευσε!

Γιατί αργότερα θα δρούσε,

γιατρικό που θα βοηθούσε

πονεμένους και αρρώστους

όλους όσους πότιζε!

Ίαμα τέτοιας θυσίας

ο Θεός το προόριζε.

Και τον αποκεφαλίσαν…

Τι άλλο πια να του κάνουν;

ο νέος αυτός δεν πέθαινε!

Με ψαλμούς όλο αγάπη

η ψυχή του έβγαινε.

 

Ήτανε 9 του Μάη·

στη γλυκιά την Άνοιξη,

όταν το αγνό λουλούδι

κατακόκκινο στο χρώμα,

απ’ το αίμα του που τρέχει

κει στα Βούνενα ακόμα,

με πολύ κατάνυξη

σε Αναστάσιμη ημέρα

και συμψάλλοντας με αγγέλους,

πέταξε στη Βασιλεία…

Τα πικρά βασανιστήρια

πέρασε με ευκολία!

 

Το σεβάσμιο λείψανο του

έμενε ‘κεί στο βουνό,

άταφο και πεταμένο,

μα απ’ αγγέλους φυλαγμένο

να μην πάθει τίποτα!

Ώσπου έφτασε η ώρα

ο Θεός να το δοξάσει,

γιατί άρχισε ο άγιος μας

θαύματα ανείπωτα.

 

Κι ας ακούσουμε το πρώτο

που από τούτο αδελφοί μου

ίσως συμπεράνουμε,

για τον Κύριο πως αξίζει

και ‘μεις να πεθάνουμε!

 

 

 

Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ

 

 

Εις στο μέρος που εγεννήθη

ο άγιος Νικόλαος,

που τον αγαπούσε τόσο

ο τριγύρω του λαός,

ζούσε άρχοντας σπουδαίος

που ‘χε χρήματα πολλά,

μα δεν φτάναν να τον γειάνουν

όσα κι αν είχε καλά.

Γιατί είχε αρρωστήσει

από λώβα, από λέπρα,

που κατέτρωγε τις σάρκες·

έκλαιγε γονατιστός!

Ούρλιαζε από τους πόνους

και δαπάνησε το βιος του

στους γιατρούς που δεν του βρήκαν

ούτε ένα γιατρικό.

 

Μες στη θλίψη του ο άρχων,

σαν κατάφερε για λίγο

μια νύχτα να κοιμηθεί,

φανερώνεται ο Άγιος

φωτεινός μες στ’ όνειρο του

κι άρχισε να του μιλεί…

 

«Δια τί κοπιάζεις τόσο

και ξοδεύεις τόσο πλούτο;

τον σκορπάς στο πουθενά!

Τρέξε, πήγαινε στα μέρη

της Λαρίσης τα βουνά

και στα Βούνενα σαν μπαίνεις

θάβρεις μια πηγή νερό·

να πλυθείς! Τότε θα γειάνεις·

μη χάνεις άλλο καιρό.

 

Και σιμά σ’ αυτή τη βρύση

βρίσκεται το λείψανο μου.

Κάνε αγάπη να το βρεις!

Χρόνους είναι εκεί ακέραιο,

άταφο μα είναι κρυμμένο.

Κι άλλα θαύματα θα δεις.

 

Έντρομος ξυπνά ο άρχων

στ’ όνομα Ευφημιανός·

φεύγει λάθρα· δεν το είπε

που θα πάει κανενός.

 

Κι έφτασε εκεί στο μέρος,

στη μαρτυρική τη γη,

πλύθηκε, βρήκε τη βρύση

με την γάργαρη πηγή

και ευελπιστούσε, η λέπρα

πως θα φύγει από το σώμα·

το κοιτούσε δακρυσμένος…

μα ήλπιζε αυτός ακόμα.

 

Δίχως να χασομερήσει

ψάχνει για το λείψανο.

Δεν ήτανε πια ο άρχων

απ’ τη λέπρα ανίκανος!

Τρέχει, όργωσε τον τόπο,

τον βρήκε τον Άγιο!

Σ’ ένα μέρος μες στο δάσος

σε κρυμμένο απάγκιο.

 

Σκύβει και τον προσκυνάει

με συγκίνηση πολλή

και την ώρα που στον Άγιο

δίνει ευλαβικό φιλί,

βλέπει… ότι λείπει η λέπρα,

πάει, εξαφανίστηκε!

Όντως ήτανε ο Άγιος,

που ήρθε μέσα στ’ όνειρο του

και του εμφανίστηκε.

 

Από τέτοια ευεργεσία

μη φανεί αχάριστος,

του ‘χτισε ναό ωραίο

και στην όψη άριστο

κι ο θαυματουργός του τάφος

βρίσκεται μέσα εκεί.

Ευωδιάζει κει που το αίμα

χύθηκε όλο του στη γη.

 

Μικρό μέρος του λειψάνου,

χώμα από τον τόπο αυτό,

πήρε ο άρχοντας μαζί του

στο δικό του σπιτικό

και παντού το διαλαλούσε

να ρχονται να προσκυνούν,

όσοι από τις αρρώστιες

θέλανε να γιατρευτούν.

 

Έτσι μάθαν για τον Άγιο

σ’ όλη την Ανατολή

μα και στη μακρινή τη Δύση

η φήμη του έγινε γνωστή

και τα θαύματα του φτάσαν

μέχρι και τα χρόνια μας·

και ‘μείς πρέπει να τα λέμε

σε παιδιά και εγγόνια μας,

πως το δέντρο που τον δέσαν

το αίμα του ακόμα τρέχει!

και με πίστη όποιος το πίνει

την υγειά του πάλι έχει.

 

Να πηγαίνουν όπου υπάρχει

και όπου βρίσκεται ναός,

που ο καθένας του Αγίου

έχει κάτι θαυμαστό.

 

Όπως στο νησί της Άνδρου,

που η κάρα του Αγίου

στη Μονή του Άη Νικόλα

είναι προς προσκύνηση

και που τη φυλάει με δέος

και πολύ συγκίνηση,

άνδρας του Θεού σπουδαίος

ο πατήρ Δωρόθεος,

ταπεινός και Θείος ρέκτης,

τόσων χαρισμάτων δέκτης

που του δώρισε ο Θεός!

 

Μα και μέσα στην Κορίτσα

στ’ Άγραφα στο Τυμφρηστό,

Βόλο, Τρίπολη και Λούτσα

και στη Πελοπόννησο,

μα η πιο όμορφη στο Τάχι

συνοικία των Θηβών,

που εκεί κλάψανε κι οι βράχοι

απ’ του Αγίου το θαύμα αυτό.

 

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΤΟΥ

 

 

Ήταν μήνας του Οκτώβρη

που είχαν έρθει οι Γερμανοί,

το ‘43 τότε στη μεγάλη κατοχή

κι ήταν αποφασισμένοι

να σκοτώσουνε ανθρώπους!

Ψάχνανε να βρουν αιτίες

και εκτελέσεως τους τόπους.

 

Κι εκεί όπου σήμερα είναι

τ’ όμορφο καμπαναριό,

τότε ήταν αποθήκη

που κρυφά είχανε κρύψει

όπλα να χουν για την μάχη

και πολεμοφόδια,

μα οι ελπίδες πρώτα πρώτα

που είχανε στον Άγιο τους

ήταν τα εφόδια!

 

Εκεί οι Γερμανοί σαν φτάσαν

δώσανε διαταγή,

έξω από την εκκλησία

να συγκεντρωθούνε όλοι

οι κάτοικοι της συνοικίας

και παράλληλα ζητήσαν

και κατάλογο ανδρών.

Να κρυφτεί, όποιου του περνούσε

δήλωσαν από το μυαλό του,

αφού τον αναζητούσαν

θα σκοτώναν επί τόπου!

 

Και τους στήσανε στον τοίχο·

άνδρα μην αφήσουν έναν.

Σημαδέψαν με τα όπλα

τους ανθρώπους έναν έναν,

περιμένοντας το νεύμα

από τον αξιωματικό τους,

να βουτήξουνε στο πένθος

κάθε σπιτικό δικό τους.

 

Τα παιδάκια τρομαγμένα

μες στην αγκαλιά της μάνας,

που τα λούζανε με κλάμα

και προσμέναν την καμπάνα

να χτυπήσει, σαν τους δούνε

να σωριάζονται στο χώμα

τους γονείς η τους συζύγους·

κάποιοι γέροι τα θυμούνται

και τα διηγούνται ακόμα.

 

Πώς δεν σπάγαν οι καρδιές τους

κάτω απ’ τα πουκάμισα τους;

στέλναν προσευχές στον Άγιο

μη τους δούνε τα μωρά τους

να σωριάζονται απ’ το βόλι

του κακού κατακτητή,

μα κι Γερμανοί μη δούνε

που ήτανε τα όπλα εκεί.

 

Ψάξανε παντού τα σπίτια

για να βρούνε τα κρυμμένα

τα πολεμοφόδια

και η ξύλινη η πόρτα

που εκεί μέσα τα ’χαν κρύψει,

από το μανιασμένο αέρα

τώρα ανοιγόκλεινε!

Την αγωνία μην τα βρούνε

τώρα τους παράτεινε.

 

Τον μικρό Αναστάση στέλνουν

το παιδάκι του Πλατή,

να την κλείσει μην ανοίξει·

μα μόλις φτάνει εκεί,

ο Ναζί αγριεμένος, ο αξιωματικός,

πλησιάζει θολωμένος

και ραπίζει το μικρό

μ’ ένα δυνατό χαστούκι !!

Μα δεν έκλαψε το δόλιο…

με κομμένη την ανάσα

παρακολουθούσαν όλοι…

θα ‘χαναν τον κόσμο όλο

αν επήγαινε να δει

τι ήταν πίσω από την πόρτα

κει που πήγε το παιδί.

 

Η ψυχή του η αθώα;

τα ματάκια του που αντέξαν

να μην κλάψουν και ξεσπάσουν,

τόνε σταματήσανε;

ποιο θαύμα άραγε γινόταν

μες την τόση αγωνία;

τι πόνο θα ζήσανε!

 

Μπρος τους ήταν μα δεν ψάξαν·

κι ήταν και ξεκλείδωτη!

απ’ το φύσημα του αγέρα

άνοιγε ασύδοτη,

μα εκείνοι δεν την είδαν

σημασία δεν της δώσαν·

τους την έκρυψε ο Άγιος

κι απ’ το θάνατο γλυτώσαν.

Κι έφτασε ο αξιωματικός τους

τρεις φορές σ’ αυτή την πόρτα

μα μέσα δεν έμπαινε!

Νέκρωσε η διαίσθηση του

και της περιέργειας του

βλέμμα εκεί δεν έφτανε.

 

Φύγανε οι Ναζί σε λίγο

άπρακτοι και σκυλιασμένοι

κι οι ανθρώποι δακρυσμένοι

κλαίγαν και γελούσανε!

Αγκαλιάζαν τις εικόνες,

τις γυναίκες, τα παιδιά τους,

οι ευλογίες του Αγίου

τις ψυχές τους λούζανε.

 

Με λαμπάδες, με μετάνοιες,

ψάλλανε στον Άγιο,

που απ’ το θάνατο σωθήκαν

και στο πένθος δεν βρεθήκαν

σε αίματος ναυάγιο.

 

Αν δεν γιόρταζαν το θαύμα

του Οκτώβρη την ημέρα,

θα θυμόνταν την σφαγή

και το Τάχι θα ήταν όλο

μνήματα παντού γεμάτο

σ’ όλη την περιοχή.

 

Η πανέμορφη εκκλησία

του αγίου Νικολάου,

τώρα μες στην συνοικία

ξεχωρίζει όλο χάρη!

Την υπηρετούν φαντάροι

διαλεγμένοι απ’ τον Χριστό,

που ο άγιος Νικόλαος

σίγουρα έχει επιλέξει·

γιατί κι εδώ ο Ναός του,

απ’ όλες τις εκκλησίες

που υπάρχουν στην Ελλάδα

είκοσι τον αριθμό,

μοναδική ευλογία έχει

απ’ το λείψανο του Αγίου

το τόσο ευωδιαστό!

 

Τον Θεό παρακαλέστε

ενορίτες του Ταχίου,

τα χαρίσματα του Αγίου

όλοι σας να πάρετε!

Μες τα δύσκολά μας χρόνια

με τη δύναμη εκείνου

το σταυρό σας να άρετε.

 

Είστε τόσο ευλογημένοι!

Απ’ τη χάρη του Αγίου

Νικολάου του εν Βουνένοις!!!

 

 

  

πρεσβυτέρα Καλυψώ Δημητριάδη.

10 – 2 – 2012

 

Το ποίημα αυτό απαγγέλει η Πρεσβυτέρα στον Ψηφιακό δίσκο (cd) που πρόσφατα κυκλοφορήθηκε απο τον Ναό μας ενώ ο π.Νεκτάριος Δημητριάδης ψάλλει Ύμνους απο την Ασματική Ακολουθία. 





Επίκαιρα κείμενα

DVD Πατήστε εδώ για να το δείτε

Επικοινωνία | Ο Ναός μας | Εκδόσεις
Copyright Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου του Νέου, με την υποστήριξη της e-RDA